.
.
Ευξείνια παρακαταθήκη

Ανάθεμα τοι μαραγκούς/Χριστέ μ’ όλια καλά ’ποίκες

Ανάθεμα τοι μαραγκούς/Χριστέ μ’ όλια καλά ’ποίκες
fullscreen
Ανάθεμα τοι μαραγκούς
που χτίζ’νε τα καράβι͜α
Ξενιτεύ’νε οι νιόπαντροι
και κλαίγ’νε τα νυφάδι͜α

Μαρτί’ κινούν τα κάτεργα
κι Απριλί’ τα καράβι͜α
Τ’ έρημον τον Καλομηνάν
κινούν τα παλληκάρι͜α

Κινά τη μάνα μ’ ο γαμπρόν,
ο γιον τη πεθεράς ι-μ’
-Ξένε μ’, θα πας σην ξενιτει͜άν,
πόσα χρόνι͜α θα ’φτάς -ι;

-Δύο να στέκω είν’ πολλά
κι ολίγον έναν μόνον
Εγάπ’, ας σο χατίρι σου
θα στέκω ενάμ’σ’ χρόνον

Χριστέ μ’, όλια καλά ’ποίκες
’κ’ εποίκες τρία κι άλλα
’ποίκες τον ουρανόν ψηλά
’κ’ εφτάν’ εκεί η σκάλα

’Ποίκες την θάλασσαν πλατύν
και γεφύρι͜α ’κι στέκ’νε
’ποίκες την ξενιτει͜άν μακρά
λαλι͜άν νέ πάει, νέ έρ’ται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
Απριλί’Απριλιού, κατά την περίοδο του Απρίλη
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
εγάπ’αγάπη
είν’(για πληθ.) είναι
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
έρ’ταιέρχεται
εφτάν’φτάνει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
ΚαλομηνάνΜάιο
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαίγ’νεκλαίνε
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
Μαρτί’Μαρτιού, κατά την περίοδο του Μάρτη
νέούτε ne
νυφάδι͜ανύφες
ξενιτεύ’νεξενιτεύονται
όλιαόλα
ολίγονλίγο
’ποίκες(εποίκες) έκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σκάλακλίμακα, σκάλα, αποβάθρα λιμανιού, το μέρος μεταξύ των ποδιών της περισκελίδας προς την βουβωνική περιοχή (προσομοιάζει την κορυφή σκάλας προς το κεφαλόσκαλο), ειδικό εξάρτημα της παγίδας πουλιών scala<scando
στέκ’νεστέκουν
τοιτους/τις
’φτάς(ευτάς) κάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
χτίζ’νεχτίζουν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
Απριλί’Απριλιού, κατά την περίοδο του Απρίλη
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
εγάπ’αγάπη
είν’(για πληθ.) είναι
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
έρ’ταιέρχεται
εφτάν’φτάνει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
ΚαλομηνάνΜάιο
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαίγ’νεκλαίνε
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
Μαρτί’Μαρτιού, κατά την περίοδο του Μάρτη
νέούτε ne
νυφάδι͜ανύφες
ξενιτεύ’νεξενιτεύονται
όλιαόλα
ολίγονλίγο
’ποίκες(εποίκες) έκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σκάλακλίμακα, σκάλα, αποβάθρα λιμανιού, το μέρος μεταξύ των ποδιών της περισκελίδας προς την βουβωνική περιοχή (προσομοιάζει την κορυφή σκάλας προς το κεφαλόσκαλο), ειδικό εξάρτημα της παγίδας πουλιών scala<scando
στέκ’νεστέκουν
τοιτους/τις
’φτάς(ευτάς) κάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
χτίζ’νεχτίζουν
Ανάθεμα τοι μαραγκούς/Χριστέ μ’ όλια καλά ’ποίκες

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost