.
.
Ποντιακά τραγούδια

Ορμανόπα

Ορμανόπα
fullscreen
Η Ματσουκάτ’σσα -ν- έμορφος
τιμά τον πεθερόν ατ’ς
Τα μάγ’λα τ’ς είναι κόκκινα,
να τρώγω το Θεόν ατ’ς!

Έλα να ποδεδίζω σε,
ε! Ματσουκάτ’σσα Τσ̌όφα
Εσέν ιεύ’νε τ’ έμορφα
και το μαύρον η τσόχα

Ας ελέπω -ν- από μακρά
τη Τσ̌όφα τη καημέντσα
Σο ανεφόρ’ απάν’ καικά
το σ̌ελέκ’ φορτωμέντσα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απάν’πάνω
ατ’ςαυτής, της
ελέπωβλέπω
έμορφαόμορφα
έμορφοςόμορφος/η
ιεύ’νεταιριάζουν uymak
καημέντσακαημένη
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
μάγ’λαμάγουλα magulum
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
Ματσουκάτ’σσααυτή που είναι από τη Ματσούκα
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
σ̌ελέκ’φορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο
Τσ̌όφα(γυν. όνομα) Σοφία
φορτωμέντσαφορτωμένη
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απάν’πάνω
ατ’ςαυτής, της
ελέπωβλέπω
έμορφαόμορφα
έμορφοςόμορφος/η
ιεύ’νεταιριάζουν uymak
καημέντσακαημένη
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
μάγ’λαμάγουλα magulum
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
Ματσουκάτ’σσααυτή που είναι από τη Ματσούκα
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
σ̌ελέκ’φορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο
Τσ̌όφα(γυν. όνομα) Σοφία
φορτωμέντσαφορτωμένη
Ορμανόπα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost