.
.
Αροθυμία

Όνταν δι͜αβαίντς, ελέπω σε

Όνταν δι͜αβαίντς, ελέπω σε
fullscreen
Όνταν δι͜αβαίντς, ελέπω σε
και πας ση γειτονίαν
Άμον τα ξύλα σο φουρνίν
καίγεται η καρδία μ’

Σο παρακάθ’ ελέπω σε
πως ταρά͜εις τα πιπίλα̤
Σην ψ̌η μ’ απέσ’ ανοί͜εις γεράν
και δέντς ατο κορδύλα̤

Σύρον το τσ̌ίτι σ’ σο κιφάλ’ -τ- σ’
και δέσον τα μαλλία σ’
και λύσον το σπαλερόπο σ’
ας φαίνεται η καρδία σ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανοί͜ειςανοίγεις
απέσ’μέσα
γεράνπληγή, τραύμα yara
δέντςδένεις
δέσον(προστ.) δέσε
δι͜αβαίντς(για τόπο) περνάς, διασχίζεις, (για χρόνο) περνάς διαβαίνω
ελέπωβλέπω
κιφάλ’κεφάλι
κορδύλα̤(αιτ.) κόμποι, κόμπους κορδύλη (=ρόπαλο, εξόγκωμα)
λύσον(προστ.) λύσε
όντανόταν
παρακάθ’συνάθροιση, ολονυχτία
πιπίλα̤κουκούτσια, μτφ. μικρά σαν κουκούτσια, καλλωπιστικά κορδόνια σεντονιού ή μαντιλιού
σπαλερόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
ταρά͜ειςαναμιγνύεις, ανακατεύεις, μπλέκεις
τσ̌ίτιμαντίλι κεφαλής çit
φουρνίνφούρνος
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανοί͜ειςανοίγεις
απέσ’μέσα
γεράνπληγή, τραύμα yara
δέντςδένεις
δέσον(προστ.) δέσε
δι͜αβαίντς(για τόπο) περνάς, διασχίζεις, (για χρόνο) περνάς διαβαίνω
ελέπωβλέπω
κιφάλ’κεφάλι
κορδύλα̤(αιτ.) κόμποι, κόμπους κορδύλη (=ρόπαλο, εξόγκωμα)
λύσον(προστ.) λύσε
όντανόταν
παρακάθ’συνάθροιση, ολονυχτία
πιπίλα̤κουκούτσια, μτφ. μικρά σαν κουκούτσια, καλλωπιστικά κορδόνια σεντονιού ή μαντιλιού
σπαλερόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
ταρά͜ειςαναμιγνύεις, ανακατεύεις, μπλέκεις
τσ̌ίτιμαντίλι κεφαλής çit
φουρνίνφούρνος
ψ̌ηψυχή
Όνταν δι͜αβαίντς, ελέπω σε

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost