.
.
Ποντιακό γλέντι με τον Γιώργο Αμαραντίδη και τον Στάθη Νικολαΐδη

2η Ενότητα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
2η Ενότητα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ακεί πέρα σ’ ορμανόπον 
η τρυγόνα η κορώνα
Έστεκεν κι εποίν’νεν ξύλα 
η τρυγόνα η κορώνα

Η τρυγόνα με τ’ ορτάρι͜α 
η τρυγόνα η κορώνα
Πάει σ’ ορμάν’ σωρεύ’ χορτάρι͜α 
η τρυγόνα η κορώνα

Άντρας ατ’ς έτον μυξέας
η τρυγόνα η κορώνα
Τα ξύλα τ’ς έσαν οξέας
η τρυγόνα η κορώνα

Τα χ̌έρι͜α τ’ς άμον τσατσία
η τρυγόνα η κορώνα
Όλο στούδι͜α και πετσία
η τρυγόνα η κορώνα

♫

-Γραία, γραία, χόρεψον!
-Να χορεύω ’κ’ επορώ!
Αν καλοκρατείτε με
πέκιαμ’ σείουμαι κι εγώ

Τη τυφεκί’ μ’ το ταπάν
άμον το Καρά-Καπάν
Τη σεβντάς ι-μ’ τ’ όνεμαν
γραμμένον έν’ εκειαπάν’

Τ’ αραπάς ι-μ’ το τεκίρ’
στρογγυλά κυλίεται
Σεβνταλίν παιδίν είμαι
το καρδόπο μ’ λύεται

Έι! κουτσ̌ή μελαχρινή,
μόνασον με έναν βραδήν
Άψον τ’ άψιμο σ’, άψον
κι όλα τα ξύλα σ’ κάψον

Γεια σου Σ̌ιμούλ με τα τοξαρέας ι-σ’!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ακείεκεί
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αραπάςάμαξας araba
ατ’ςαυτής, της
άψιμοφωτιά
άψον(προστ.) άναψε
βραδήνβράδυ
γραίαγριά
εκειαπάν’εκεί πάνω
έν’είναι
εποίν’νενέκανε, έφτιαχνε ποιέω-ῶ
επορώμπορώ
έσανήταν
έτονήταν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καπάνοι μπάσα κουρδισμένες χορδές της λύρας kaba
καρδόποκαρδούλα
κάψον(προστ.) κάψε
κορώνα(ή κορόνα) κουρούνα, μτφ. προσφώνηση γυναίκας (για γυναίκα που χήρεψε), μτφ. καημένη κορώνη
κουτσ̌ήκόρη
κυλίεταικυλιέται
λύεταιλιώνει
μόνασον(προστ.) φιλοξένησε για διανυκτέρευση
μυξέαςμυξιάρης
όνεμανόνομα
οξέαςοξιές
ορμάν’δάσος orman
ορμανόπονδασάκι orman
ορτάρι͜αμάλλινες κάλτσες ἀορτήρ
πέκιαμ’ίσως να, πιθανόν να, μπας και (με την ελπίδα να συμβεί) belki (αραβ. bel+ περσ. ki)
πετσίαπετσιά, το δέρμα
σεβνταλίνερωτοχτυπημένη/ο, ερωτευμένη/ο, ερωτικό sevdalı
σεβντάςαγάπης, έρωτα sevda/sevdā
στούδι͜αοστά, κόκκαλα ὀστοῦν~οστούδιον
σωρεύ’μαζεύει, συγκεντρώνει σωρεύω
ταπάνβάση, το πίσω τμήμα (κοντάκι) τυφεκίου taban
τεκίρ’τροχός teker
τοξαρέαςδοξαριές
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσατσίαξεροκλάδια θάμνων, φρύγανα
τυφεκί’τουφεκιού tüfek/tufeng
χόρεψον(προστ.) χόρεψε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ακείεκεί
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αραπάςάμαξας araba
ατ’ςαυτής, της
άψιμοφωτιά
άψον(προστ.) άναψε
βραδήνβράδυ
γραίαγριά
εκειαπάν’εκεί πάνω
έν’είναι
εποίν’νενέκανε, έφτιαχνε ποιέω-ῶ
επορώμπορώ
έσανήταν
έτονήταν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καπάνοι μπάσα κουρδισμένες χορδές της λύρας kaba
καρδόποκαρδούλα
κάψον(προστ.) κάψε
κορώνα(ή κορόνα) κουρούνα, μτφ. προσφώνηση γυναίκας (για γυναίκα που χήρεψε), μτφ. καημένη κορώνη
κουτσ̌ήκόρη
κυλίεταικυλιέται
λύεταιλιώνει
μόνασον(προστ.) φιλοξένησε για διανυκτέρευση
μυξέαςμυξιάρης
όνεμανόνομα
οξέαςοξιές
ορμάν’δάσος orman
ορμανόπονδασάκι orman
ορτάρι͜αμάλλινες κάλτσες ἀορτήρ
πέκιαμ’ίσως να, πιθανόν να, μπας και (με την ελπίδα να συμβεί) belki (αραβ. bel+ περσ. ki)
πετσίαπετσιά, το δέρμα
σεβνταλίνερωτοχτυπημένη/ο, ερωτευμένη/ο, ερωτικό sevdalı
σεβντάςαγάπης, έρωτα sevda/sevdā
στούδι͜αοστά, κόκκαλα ὀστοῦν~οστούδιον
σωρεύ’μαζεύει, συγκεντρώνει σωρεύω
ταπάνβάση, το πίσω τμήμα (κοντάκι) τυφεκίου taban
τεκίρ’τροχός teker
τοξαρέαςδοξαριές
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσατσίαξεροκλάδια θάμνων, φρύγανα
τυφεκί’τουφεκιού tüfek/tufeng
χόρεψον(προστ.) χόρεψε
2η Ενότητα
Σημειώσεις
1. Η τρυγόνα
2. Τονγιαλίδικο Τικ

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost