.
.
Πισάγκωνα δεμένος

Σον παράδεισον απάν’

Σον παράδεισον απάν’
fullscreen
Ο θάνατον και η σεβντά
κι οι δύος όθεν πάγ’νε
χαρίζ’νε τον παράδεισον
την ψ̌ην ας σου εβγάλλ’νε

Εκειαπάν’, εκειαπάν’,
σον παράδεισον απάν’
Σον παράδεισον απάν’
πάει ήντζαν αποθάν’
Πάει και ο ζωντανόν,
τη εγάπ’ς ο παλαλόν

Το λαμπογυάλ’ καίει το μουμούλ’
χαντζεύ’ την πεταλήτρα
και η εγάπ’ τον σεβνταλήν 
που μελεσ̌εύ’ την νύχταν

Εκειαπάν’, εκειαπάν’,
σον παράδεισον απάν’
Σον παράδεισον απάν’
πάει ήντζαν αποθάν’
Πάει και ο ζωντανόν,
τη εγάπ’ς ο παλαλόν

Τσ̌εχέλ’κον και ανέξερον,
τσ’ εγάπ’ς το μαεμένον
Ευρέθα σον παράδεισον
πισθάγκωνα δεμένον

Εκειαπάν’, εκειαπάν’,
σον παράδεισον απάν’
Σον παράδεισον απάν’
πάει ήντζαν αποθάν’
Πάει και ο ζωντανόν,
τη εγάπ’ς ο παλαλόν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ανέξεροναμαθές, άβγαλτο, ανώριμο
απάν’πάνω
αποθάν’πεθαίνει
ας σουαπό του, από τότε που/αφότου, από αυτό που
δύοςδύο
εβγάλλ’νεβγάζουν
εγάπ’αγάπη
εγάπ’ςαγάπης
εκειαπάν’εκεί πάνω
ευρέθαβρέθηκα
ήντζανοποιοσδήποτε, όποιος / οποιονδήποτε, όποιον
θάνατονθάνατος
λαμπογυάλ’γυαλί της λάμπας
μαεμένονμαγεμένος/ο
μελεσ̌εύ’θορυβεί (όπως όταν βελάζει ένα κοπάδι προβάτων) meleşmek=βελάζουν όλα μαζί (για κοπάδι)
μουμούλ’έντομο, μαμούνι
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
πάγ’νεπηγαίνουν, έφυγαν, πάνε
παλαλόντρελό
πεταλήτραπεταλούδα
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
σεβνταλήνερωτοχτυπημένο, ερωτευμένο sevdalı
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
τσ̌εχέλ’κονάπειρο, ανώριμο, άβγαλτο cehil/cehl
χαντζεύ’καίει, καψαλίζει
χαρίζ’νεχαρίζουν
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ανέξεροναμαθές, άβγαλτο, ανώριμο
απάν’πάνω
αποθάν’πεθαίνει
ας σουαπό του, από τότε που/αφότου, από αυτό που
δύοςδύο
εβγάλλ’νεβγάζουν
εγάπ’αγάπη
εγάπ’ςαγάπης
εκειαπάν’εκεί πάνω
ευρέθαβρέθηκα
ήντζανοποιοσδήποτε, όποιος / οποιονδήποτε, όποιον
θάνατονθάνατος
λαμπογυάλ’γυαλί της λάμπας
μαεμένονμαγεμένος/ο
μελεσ̌εύ’θορυβεί (όπως όταν βελάζει ένα κοπάδι προβάτων) meleşmek=βελάζουν όλα μαζί (για κοπάδι)
μουμούλ’έντομο, μαμούνι
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
πάγ’νεπηγαίνουν, έφυγαν, πάνε
παλαλόντρελό
πεταλήτραπεταλούδα
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
σεβνταλήνερωτοχτυπημένο, ερωτευμένο sevdalı
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
τσ̌εχέλ’κονάπειρο, ανώριμο, άβγαλτο cehil/cehl
χαντζεύ’καίει, καψαλίζει
χαρίζ’νεχαρίζουν
ψ̌ηνψυχή
Σον παράδεισον απάν’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost