.
.
Τα Ποντιακά των Γιώτη Κοσμίδη-Γιώργου Ακριτίδη

Πουλόπο μ’, σα ψηλά ραχ̌ι͜ά

Πουλόπο μ’, σα ψηλά ραχ̌ι͜ά
fullscreen
Πουλόπο μ’, σα ψηλά ραχ̌ι͜ά
[Ν’ αηλί εμέν!]
ποίος μαειρεύ’ και φάει σε;
[Έλα -ν-, έλα!/Πάτ’ και δέβα!]
Ποίος πλύν’ και τα λώματα σ’;
[Ν’ αηλί εμέν!]
Ποίος μαειρεύ’ και φάει σε;
[Έλα -ν-, έλα!/Πάτ’ και δέβα!]

Λάσ̌κεσαι τα ψηλά ραχ̌ι͜ά,
[Ν’ αηλί εμέν!]
λάσ̌κεσαι τα γιαζία
[Έλα -ν-, έλα!/Πάτ’ και δέβα!]
Πίνεις¹ τα κρύα τα νερά,
[Ν’ αηλί εμέν!]
κοιμάσαι απέσ’ σ’ ορμία
[Έλα, έλα!/Πάτ’ και δέβα!]

Κανείται, πουλί μ’, ντ’ έσυρα
[Ν’ αηλί εμέν!]
εγώ τη μαναχ̌ίαν²
[Έλα -ν-, έλα!/Πάτ’ και δέβα!]
Εμέν, πουλί μ’, ξάι μη νουνί͜εις
[Ν’ αηλί εμέν!]
νούντσον για τα παιδία σ’
[Έλα -ν-, έλα!/Πάτ’ και δέβα!]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
απέσ’μέσα
γιαζίαπεδιάδες, εξοχή, ύπαιθρος yazı
δέβα(προστ.) πήγαινε
έσυραέσυρα, τράβηξα, έριξα
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
λάσ̌κεσαιπεριφέρεσαι, τριγυρνάς, περιπλανιέσαι ἀλάομαι/ηλάσκω
λώματαρούχα λῶμα/λωμάτιον
μαειρεύ’μαγειρεύει
μαναχ̌ίανμοναξιά
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νουνί͜ειςσκέφτεσαι
νούντσον(προστ.) σκέψου
ξάικαθόλου
ορμίαρυάκια, ρεματιές
παιδίαπαιδιά
πάτ’(προστ.) πάτησε, πάτα
πλύν’πλένω/ει
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
πουλόποπουλάκι
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
απέσ’μέσα
γιαζίαπεδιάδες, εξοχή, ύπαιθρος yazı
δέβα(προστ.) πήγαινε
έσυραέσυρα, τράβηξα, έριξα
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
λάσ̌κεσαιπεριφέρεσαι, τριγυρνάς, περιπλανιέσαι ἀλάομαι/ηλάσκω
λώματαρούχα λῶμα/λωμάτιον
μαειρεύ’μαγειρεύει
μαναχ̌ίανμοναξιά
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νουνί͜ειςσκέφτεσαι
νούντσον(προστ.) σκέψου
ξάικαθόλου
ορμίαρυάκια, ρεματιές
παιδίαπαιδιά
πάτ’(προστ.) πάτησε, πάτα
πλύν’πλένω/ει
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
πουλόποπουλάκι
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
Πουλόπο μ’, σα ψηλά ραχ̌ι͜ά
Σημειώσεις
¹ Ακούγεται πιθ. εκ παραδρομής να τραγουδάει «πίν’»
² Ακούγεται πιθ. εκ παραδρομής να τραγουδάει «μοναχ̌ίαν»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost