.
.
Τα καλύτερα ποντιακά τραγούδια

Μα την Παναγία λέω

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Μα την Παναγία λέω
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Βάλεν την τάπλαν ζαρωτά
[γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ]
έβγα -ν- απάν’ σο δώμαν
[Μα την Παναΐαν, λέω!]
και πέει με «καλώς όρισες!»
[γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ]
με το γλυκύν το στόμαν
[Μα την Παναΐαν, λέω!]

Εγώ είμαι ας σην Κιμισ̌χανάν
[γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ]
σα χαμελά ψυχούμαι
[Μα την Παναΐαν, λέω!]
Θέκον το χ̌έρι σ’ μαξιλάρ’
[γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ]
ας κείμαι και κοιμούμαι
[Μα την Παναΐαν, λέω!]

Να έμ’νε έναν χασ̌όφυλλον,
[γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ]
εκείμ’νε σα ρακάνι͜α
[Μα την Παναΐαν, λέω!]
Εφύσανεν αγράνεμον,
[γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ]
ερρούζ’να σην εγκάλα̤ σ’
[Μα την Παναΐαν, λέω!/
Φώτ’σον με, ξαν, Παναΐα!]


Η Παναΐα λειτουργά,
[γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ]
ο γούμενον κοιμάται
[Μα την Παναΐαν, λέω!]
Τερέστε, ομμάτι͜α μ’, τερέστεν,
[γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ, γιαρ]
πάω κι αροθυμάτε
[Μα την Παναΐαν, λέω!]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγράνεμονάγριος άνεμος
απάν’πάνω
αροθυμάτενοσταλγείτε
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
βάλεν(προστ.) βάλε
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γλυκύνγλυκιά/ό
γούμενονηγούμενος
δώμανδωμάτιο, χωμάτινη επίπεδη στέγη των σπιτιών
έβγα(προστ.) βγες
εγκάλα̤αγκαλιά
εκείμ’νεκειτόμουν, ξάπλωνα
έμ’νεήμουν
ερρούζ’ναέπεφτα
εφύσανενφυσούσε
ζαρωτάστραβά
θέκον(προστ.) θέσε, τοποθέτησε, βάλε
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
Κιμισ̌χανάνΑργυρούπολη του Πόντου Gümüşhane
κοιμούμαικοιμάμαι
ξανπάλι, ξανά
ομμάτι͜αμάτια
ΠαναΐαΠαναγιά
πέει(προστ.) πες
ρακάνι͜αγήλοφοι
τάπλανδισκοειδές κάλυμμα της κεφαλής της Πόντιας γυναίκας που στο επάνω μέρος του έφερε λεπτό στρογγυλό έλασμα ασημένιο ή επίχρυσο. Αυτό το έλασμα είχε επάνω του σχέδια διάφορα αλλά και τύπους νομισμάτων σε διάταξη με μέρος του ενός να καλύπτει μέρος του άλλου tabla/ṭabla
τερέστε(προστ.) κοιτάξτε
τερέστεν(προστ.) κοιτάξτε
φώτ’σον(προστ.) φώτισε, βάπτισε
χαμελάχαμηλά
χασ̌όφυλλονφύλλο δέντρου ξερό (ζεματισμένο από τον ήλιο), πεσμένο φύλλο խաշել (khashel) + φύλλο
ψυχούμαιαρρωσταίνω, με πιάνει ελονοσία (ψύχον)
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγράνεμονάγριος άνεμος
απάν’πάνω
αροθυμάτενοσταλγείτε
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
βάλεν(προστ.) βάλε
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γλυκύνγλυκιά/ό
γούμενονηγούμενος
δώμανδωμάτιο, χωμάτινη επίπεδη στέγη των σπιτιών
έβγα(προστ.) βγες
εγκάλα̤αγκαλιά
εκείμ’νεκειτόμουν, ξάπλωνα
έμ’νεήμουν
ερρούζ’ναέπεφτα
εφύσανενφυσούσε
ζαρωτάστραβά
θέκον(προστ.) θέσε, τοποθέτησε, βάλε
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
Κιμισ̌χανάνΑργυρούπολη του Πόντου Gümüşhane
κοιμούμαικοιμάμαι
ξανπάλι, ξανά
ομμάτι͜αμάτια
ΠαναΐαΠαναγιά
πέει(προστ.) πες
ρακάνι͜αγήλοφοι
τάπλανδισκοειδές κάλυμμα της κεφαλής της Πόντιας γυναίκας που στο επάνω μέρος του έφερε λεπτό στρογγυλό έλασμα ασημένιο ή επίχρυσο. Αυτό το έλασμα είχε επάνω του σχέδια διάφορα αλλά και τύπους νομισμάτων σε διάταξη με μέρος του ενός να καλύπτει μέρος του άλλου tabla/ṭabla
τερέστε(προστ.) κοιτάξτε
τερέστεν(προστ.) κοιτάξτε
φώτ’σον(προστ.) φώτισε, βάπτισε
χαμελάχαμηλά
χασ̌όφυλλονφύλλο δέντρου ξερό (ζεματισμένο από τον ήλιο), πεσμένο φύλλο խաշել (khashel) + φύλλο
ψυχούμαιαρρωσταίνω, με πιάνει ελονοσία (ψύχον)
Μα την Παναγία λέω

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost