.
.
Πισάγκωνα δεμένος

Σο καλύβ’ν ατ’ς μαναχόν-ι

Σο καλύβ’ν ατ’ς μαναχόν-ι
fullscreen
Πού εχάθεν, πού εστάθεν
και απόθεν κέσ’ διαβαίν’;
Σο καλύβ’ν ατ’ς μαναχόν-ι,
γιάμ’ εμέναν αναμέν’;

Πού βοσ̌κίζ’ και πού αλμέ͜ει,
πού κοιμάται και πού μέν’;
Σο καλύβ’ν ατ’ς μαναχόν-ι,
γιάμ’ εμέναν αναμέν’;

Πού σπογγίζ’ και συνορθι͜άζει,
πού κέσ’ πλέκ’ και ντο υφαίν’;
Σο καλύβ’ν ατ’ς μαναχόν-ι,
γιάμ’ εμέναν αναμέν’;

Σο καλύβ’ν ατ’ς μαναχόν-ι,
γιάμ’ εμέναν αναμέν’;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλμέ͜ειαρμέγει
αναμέν’περιμένει
απόθεναπό που, από όπου
ατ’ςαυτής, της
βοσ̌κίζ’βοσκάει
γιάμ’μήπως, ή μη ya/yā + μη
εστάθενστάθηκε, σταμάτησε
εχάθενχάθηκε
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
πλέκ’πλέκει
σπογγίζ’σκουπίζω/ει
συνορθι͜άζειτακτοποιεί, διορθώνει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλμέ͜ειαρμέγει
αναμέν’περιμένει
απόθεναπό που, από όπου
ατ’ςαυτής, της
βοσ̌κίζ’βοσκάει
γιάμ’μήπως, ή μη ya/yā + μη
εστάθενστάθηκε, σταμάτησε
εχάθενχάθηκε
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
πλέκ’πλέκει
σπογγίζ’σκουπίζω/ει
συνορθι͜άζειτακτοποιεί, διορθώνει
Σο καλύβ’ν ατ’ς μαναχόν-ι

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost