.
.
Τα καλύτερα ποντιακά τραγούδια

Ακούω δύο ονόματα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ακούω δύο ονόματα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ακούω δύο ονόματα,
Κωστή και Κωσταντίνε
Σα μὲσα σ’ να τυλίουμαι,
απέσ’ σην ψ̌η σ’ να κείμαι

Τρώει ο λύκον την κερβάναν
κι όλεν τον καλόν το βίον
Πόσα βραδάς εμόνασες
εμέν τον Κωσταντίνον;

Γιά έλα γιά θα έρχουμαι,
ση στράταν θ’ απαντώ σε
Τ’ ημ’σόν την ψ̌η μ’ θα δίγω σε
και μίαν ας/θα φιλώ σε

Άμε μάνα, άμε μάνα,
άμε κι αγληγόρα έλα
Τη θάλασσαν στράταν ποίσον,
τ’ αρνόπο μ’ έπαρ’ κι έλα

Κόρη, και ντ’ άγνα έτρεχα
και ντ’ άγνα εγληγόρ’να!
’Κείνον το βράδον έγρασα
τα τσ̌αρούχ̌ι͜α ντ’ εφόρ’να

Άμε, μάνα, σο χωρίον,
πούλτσον τη κυρού μ’ το βίον
Πούλτσον, φέρον με -ν- παράδες
ν’ αγοράζω ματαράδες
Ματαράδες, πιρπιλίτσ̌ι͜α
για τη χώρας τα κορίτσ̌ι͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγληγόρα(προστ.) κάνε γρήγορα, βιάσου
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
απαντώσυναντώ, προϋπαντώ, αποκρίνομαι
απέσ’μέσα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
βραδάςβράδια
βράδονβράδυ
γιάείτε, ή ya/yā
δίγωδίνω
εγληγόρ’ναβιαζόμουν
έγρασαέφθαρα, έλιωσα γράνω/γραίνω (=ροκανίζω, κατατρώγω)
εμόνασεςφιλοξένησες για διανυκτέρευση
έπαρ’(προστ.) πάρε
έρχουμαιέρχομαι
εφόρ’ναφορούσα
ημ’σόνμισό/η
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
κερβάναναγελάδα που προπορεύεται της αγέλης, αλλά και ονομασία που δινόταν σε ζώο kervan/kārbān=καραβάνι
κυρούπατέρα
ματαράδεςπράγματα ευτελούς αξίας madara<μαδαρός
μὲσα(τα) η μέση
μίανμια φορά
ντ’ άγνατι περίεργα; τι αλλόκοτα; τι αξιοθαύμαστα;
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
πιρπιλίτσ̌ι͜αμπιχλιμπίδια
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πούλτσον(προστ.) πούλησε
τυλίουμαιτυλίγομαι
φέρον(προστ.) φέρε
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγληγόρα(προστ.) κάνε γρήγορα, βιάσου
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
απαντώσυναντώ, προϋπαντώ, αποκρίνομαι
απέσ’μέσα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
βραδάςβράδια
βράδονβράδυ
γιάείτε, ή ya/yā
δίγωδίνω
εγληγόρ’ναβιαζόμουν
έγρασαέφθαρα, έλιωσα γράνω/γραίνω (=ροκανίζω, κατατρώγω)
εμόνασεςφιλοξένησες για διανυκτέρευση
έπαρ’(προστ.) πάρε
έρχουμαιέρχομαι
εφόρ’ναφορούσα
ημ’σόνμισό/η
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
κερβάναναγελάδα που προπορεύεται της αγέλης, αλλά και ονομασία που δινόταν σε ζώο kervan/kārbān=καραβάνι
κυρούπατέρα
ματαράδεςπράγματα ευτελούς αξίας madara<μαδαρός
μὲσα(τα) η μέση
μίανμια φορά
ντ’ άγνατι περίεργα; τι αλλόκοτα; τι αξιοθαύμαστα;
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
πιρπιλίτσ̌ι͜αμπιχλιμπίδια
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πούλτσον(προστ.) πούλησε
τυλίουμαιτυλίγομαι
φέρον(προστ.) φέρε
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς
ψ̌ηψυχή
Ακούω δύο ονόματα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost