.
.
Τα καλύτερα ποντιακά τραγούδια

Το γράμμα τη ξενιτέα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Το γράμμα τη ξενιτέα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Εξέβα απάν’ σο παπόρ’. Εφέκα τα πραμόπα μ’ έμπρα̤ μ’ καικά και εγρίβωσα σα κάγκελα τη παπορί’, για να μη ζαλίουμαι και ρούζω ση θάλασσαν. Πρώτη φοράν έλεπα θάλασσαν ση ζωή μ’. Τα μαντίλα̤ γομάτα δά̤κρα̤ επέγ’ναν κι έρχουσαν. Κανέναν ’κ’ είχα ν’ αποχαιρετώ και κανείς ’κ’ έτον ν’ αποχαιρετά με. Ετέρεσα το γιαλό, την πολιτείαν. Ο κόσμον επέγ’νεν άν’-κα’ σα δουλείας ατουν. Η γούλα μ’ εγομώθεν δά̤κρα̤ και τ’ ομμάτα̤ μ’ εδείσωσαν. «Έι, πατρίδα», είπα, «για τ’ όλτς έ͜εις τόπον και μαναχόν εγώ ’κ’ εχωρώ και διώ͜εις με;»

♫

Αρνί μ’, τ’ εσόν η χαμονή
[λελεύω σε]
και τ’ εσόν η φουρτούνα
[έλα -ν- έλα]
Να σύρ’ ατο ’κι σύρκεται,
[λελεύω σε]
να χάν’ ατο ’κι χάται
[έλα -ν- έλα]

Αν σύρ’ ατο μεσημερί’
[λελεύω σε]
ο ήλιον βασιλεύει
[έλα -ν- έλα]
Αν σύρ’ ατο μεσανυχτί’
[λελεύω σε]
ο φέγγον σ’κούται φεύει
[έλα -ν- έλα]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άν’άνω, πάνω, άνωθεν
απάν’πάνω
ατουντους
γομάταγεμάτα
γούλαλαιμός gula
δά̤κρα̤δάκρυα
διώ͜ειςδιώχνεις
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
έ͜ειςέχεις
εγομώθενγέμισε
εγρίβωσαπροσκολλήθηκα, γαντζώθηκα αγριφώνω<agrafer<grappa
εδείσωσανσκεπάστηκαν από ομίχλη
έλεπαέβλεπα
έμπρα̤μπροστά
εξέβαβγήκα, ανέβηκα, μτφ. προέκυψα
επέγ’νανπήγαιναν
επέγ’νενπήγαινε, προχωρούσε, έφευγε
έρχουσανέρχονταν
εσόνδικός/ή/ό σου
ετέρεσακοίταξα
έτονήταν
εφέκαάφησα
εχωρώχωράω
ζαλίουμαιζαλίζομαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κα’κάτω
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λελεύωχαίρομαι
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μεσανυχτί’την ώρα του μεσονυχτίου
μεσημερί’κατά τη διάρκεια του μεσημεριού
όλτςόλους
ομμάτα̤μάτια
παπόρ’βαπόρι, καράβι vapore
παπορί’βαποριού, καραβιού vapore
ρούζωπέφτω, ρίπτω
σ’κούταισηκώνεται
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
σύρκεταιτραβιέται, αντέχεται
φέγγονφεγγάρι
φεύειφεύγει
χαμονήχαμός, όλεθρος
χάν’χάνει, παύει να έχει, διώχνει
χάταιχάνεται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άν’άνω, πάνω, άνωθεν
απάν’πάνω
ατουντους
γομάταγεμάτα
γούλαλαιμός gula
δά̤κρα̤δάκρυα
διώ͜ειςδιώχνεις
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
έ͜ειςέχεις
εγομώθενγέμισε
εγρίβωσαπροσκολλήθηκα, γαντζώθηκα αγριφώνω<agrafer<grappa
εδείσωσανσκεπάστηκαν από ομίχλη
έλεπαέβλεπα
έμπρα̤μπροστά
εξέβαβγήκα, ανέβηκα, μτφ. προέκυψα
επέγ’νανπήγαιναν
επέγ’νενπήγαινε, προχωρούσε, έφευγε
έρχουσανέρχονταν
εσόνδικός/ή/ό σου
ετέρεσακοίταξα
έτονήταν
εφέκαάφησα
εχωρώχωράω
ζαλίουμαιζαλίζομαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κα’κάτω
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λελεύωχαίρομαι
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μεσανυχτί’την ώρα του μεσονυχτίου
μεσημερί’κατά τη διάρκεια του μεσημεριού
όλτςόλους
ομμάτα̤μάτια
παπόρ’βαπόρι, καράβι vapore
παπορί’βαποριού, καραβιού vapore
ρούζωπέφτω, ρίπτω
σ’κούταισηκώνεται
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
σύρκεταιτραβιέται, αντέχεται
φέγγονφεγγάρι
φεύειφεύγει
χαμονήχαμός, όλεθρος
χάν’χάνει, παύει να έχει, διώχνει
χάταιχάνεται
Το γράμμα τη ξενιτέα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost