.
.
Τα καλύτερα ποντιακά τραγούδια

Η ζιπούνα τ’ς έχ̌’ πλουμία

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Η ζιπούνα τ’ς έχ̌’ πλουμία
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Χαμέλυνον, Καράκαπαν,
ας χαμελύν’ ο ήλιον
Θα έρ’ται και δι͜αβαίν τ’ αρνί μ’,
κόκκινον κι άμον μήλον 

Η ζιπούνα τ’ς έχ̌’ λογάδα̤
Πάει φέρ’ νερόν και πλύν’ α̤το
ασ’ όλια τα πεγάδα̤
Η ζιπούνα τ’ς έχ̌’ πλουμία
Πάει φέρ’ νερόν και πλύν’ α̤το
ασ’ όλια τα κρενία

Τ’ αρνόπο μ’, απάν’ σον παρχάρ’,
χαμαίμηλον σωρεύει
Όντες ο ήλιον είδεν α’,
άλλο ’κι βασιλεύει

Η ζιπούνα τ’ς έχ̌’ λογάδα̤
Πάει φέρ’ νερόν και πλύν’ α̤το
ασ’ όλια τα πεγάδα̤
Η ζιπούνα τ’ς έχ̌’ πλουμία
Πάει φέρ’ νερόν και πλύν’ α̤το
ασ’ όλια τα ορμία

Σα ψηλασέας ήλιος έν’,
σα χαμελά εχ̌ι͜όντσεν
Έναν ημέραν ’κ’ είδα σε -ν,
εθάρρεσα εχρόντσεν

Η ζιπούνα τ’ς έν’ λογάδα̤
Πάει φέρ’ νερόν και πλύν’ α̤το
ασ’ όλια τα πεγάδα̤
Η ζιπούνα τ’ς έχ̌’ πλουμία
Πάει φέρ’ νερόν και πλύν’ α̤το
ασ’ όλια τα κρενία
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ασ’από
εθάρρεσαθεώρησα, πίστεψα
έν’είναι
έρ’ταιέρχεται
έχ̌’έχει
εχ̌ι͜όντσενχιόνισε
εχρόντσενχρόνισε, πέρασε ένας χρόνος
ζιπούναμακρύ μανικωτό φόρεμα χωρίς ραφή στους ώμους ζιπούνι(ν)<zipon (βενετ.)
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
Καράκαπανονομασία βουνού στην σημ. Τουρκία, στα ανατολικά όρια της Άνω Ματσούκας και με υψόμετρο 2,4 χλμ Karakaban< kara (=μαύρο) + kaban (կաբան=κορυφή, απότομος λόφος)
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρενίαξύλινοι οχετοί ύδατος, βρύσες, κρήνες
λογάδα̤ποικίλματα, διακοσμητικά σχέδια σε πλεκτό, υφαντό ή ρούχο, σύνολο τιμαλφών κοσμημάτων
όλιαόλα
όντεςόταν
ορμίαρυάκια, ρεματιές
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
πεγάδα̤βρύσες
πλουμίακεντητά ή ζωγραφιστά διακοσμητικά σχέδια, μτφ. στολίδια pluma
πλύν’πλένω/ει
φέρ’φέρνω/ει
χαμαίμηλονκοντή μηλιά χαμαί + μῆλον
χαμελάχαμηλά
χαμελύν’χαμηλώνει
χαμέλυνονχαμήλωσε
ψηλασέαςορεινά μέρη
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ασ’από
εθάρρεσαθεώρησα, πίστεψα
έν’είναι
έρ’ταιέρχεται
έχ̌’έχει
εχ̌ι͜όντσενχιόνισε
εχρόντσενχρόνισε, πέρασε ένας χρόνος
ζιπούναμακρύ μανικωτό φόρεμα χωρίς ραφή στους ώμους ζιπούνι(ν)<zipon (βενετ.)
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
Καράκαπανονομασία βουνού στην σημ. Τουρκία, στα ανατολικά όρια της Άνω Ματσούκας και με υψόμετρο 2,4 χλμ Karakaban< kara (=μαύρο) + kaban (կաբան=κορυφή, απότομος λόφος)
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρενίαξύλινοι οχετοί ύδατος, βρύσες, κρήνες
λογάδα̤ποικίλματα, διακοσμητικά σχέδια σε πλεκτό, υφαντό ή ρούχο, σύνολο τιμαλφών κοσμημάτων
όλιαόλα
όντεςόταν
ορμίαρυάκια, ρεματιές
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
πεγάδα̤βρύσες
πλουμίακεντητά ή ζωγραφιστά διακοσμητικά σχέδια, μτφ. στολίδια pluma
πλύν’πλένω/ει
φέρ’φέρνω/ει
χαμαίμηλονκοντή μηλιά χαμαί + μῆλον
χαμελάχαμηλά
χαμελύν’χαμηλώνει
χαμέλυνονχαμήλωσε
ψηλασέαςορεινά μέρη
Η ζιπούνα τ’ς έχ̌’ πλουμία

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost