.
.
Τα καλύτερα ποντιακά τραγούδια

Έταιρον κι η λυγερή

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Έταιρον κι η λυγερή
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Έταιρον κι η λυγερή
πάν’ όλεν τον ποταμόν
Έταιρον επέρνιξεν
και η κόρ’ ’κ’ επόρεσεν

-Πέρνιξον με  -ν-, Έταιρε
το τσ̌αρκούλι μ’ δίγω σε
-Νι͜ά περνήν περνίζω σε,
νι͜ά τσ̌αρκούλιν παίρω σε

-Πέρνιξον με -ν-, Έταιρε,
το ζωνάρι μ’ δίγω σε
-Το ζωνάρ’ τ’ εσόν ας έν’,
άλλο τάμαν τάξον με

-Πέρνιξον με -ν-, Έταιρε,
το βραχ̌ι͜άλι μ’ δίγω σε
-Ντό να ’φτάω τ’ άκλερο;
τ’ άψιμον να καίει ατο
Άλλο τάμαν τάξον με
και εσέν περνίζω σε -ν

-Ας σην ψ̌η μ’ κι ανέτερα
τ’ άλλα όλι͜α δίγω σε

Ας σο χ̌έρ’ επέρπαξεν
κι ατέν πέραν έσυρεν

-Δος με, κόρη, ντ’ έταξες
την φιλιάν ντ’ ετάγαμε
-Έμπρι͜α μουν λιβάδα̤ είν’,
πάω εκεί και δίγω σε
-Έρθαμε κι εξέρθαμε
κι εξεκαμπανίσταμε

-Δος με, κόρη, ντ’ έταξες
την φιλιάν ντ’ ετάγαμε
-Έμπρι͜α μουν κοιλάδα̤ είν’
πάω εκεί και δίγω σε
’Κεί πέρα κομία είν’
πάω εκεί και δίγω σε -ν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άκλεροάκληρο, φτωχό, δύστυχο, ταλαίπωρο
ανέτεραανώτερα, πλην/εκτός
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατέναυτήν
άψιμονφωτιά
βραχ̌ι͜άλιβραχιόλι βραχιάλιον<bracchiale<βραχίων
δίγωδίνω
δοςδώσε
είν’(για πληθ.) είναι
έμπρι͜αμπροστά ἐμπρός
έν’είναι
εξεκαμπανίσταμεαπομακρυνθήκαμε πολύ, ξεμακραίναμε
εξέρθαμεφτάσαμε
επέρνιξενδιέσχισε, πέρασε απέναντι
επέρπαξενάρπαξε
επόρεσενμπόρεσε
έρθαμεήρθαμε
εσόνδικός/ή/ό σου
έσυρενέσυρε, τράβηξε, έριξε
ετάγαμεσυμφωνήσαμε, ταχθήκαμε
έταιρεσύντροφε! συνοδοιπόρε!
έταιρονσύντροφος, συνοδοιπόρος
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κοιλάδα̤κοιλάδες
κομίαστάνες, αχυρώνες, αγροκτήματα kom<գոմ (ή/και) εκ των κώμη, kūmh (περσ.)=περίφραξη, κλουβί
λιβάδα̤λιβάδια
μουνμας
νι͜άούτε ne
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
παίρωπαίρνω
περνήνδιάβαση, περασιά
περνίζωδιασχίζω, περνώ απέναντι
πέρνιξον(προστ.) διέσχισε, πέρασε απέναντι
τάξον(προστ.) τάξε
τσ̌αρκούλιγυναικεία καλύπτρα, λειρί πτηνού
τσ̌αρκούλινλειρί πτηνού
φιλιάνφίλημα
’φτάω(ευτάω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
χ̌έρ’χέρι
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άκλεροάκληρο, φτωχό, δύστυχο, ταλαίπωρο
ανέτεραανώτερα, πλην/εκτός
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατέναυτήν
άψιμονφωτιά
βραχ̌ι͜άλιβραχιόλι βραχιάλιον<bracchiale<βραχίων
δίγωδίνω
δοςδώσε
είν’(για πληθ.) είναι
έμπρι͜αμπροστά ἐμπρός
έν’είναι
εξεκαμπανίσταμεαπομακρυνθήκαμε πολύ, ξεμακραίναμε
εξέρθαμεφτάσαμε
επέρνιξενδιέσχισε, πέρασε απέναντι
επέρπαξενάρπαξε
επόρεσενμπόρεσε
έρθαμεήρθαμε
εσόνδικός/ή/ό σου
έσυρενέσυρε, τράβηξε, έριξε
ετάγαμεσυμφωνήσαμε, ταχθήκαμε
έταιρεσύντροφε! συνοδοιπόρε!
έταιρονσύντροφος, συνοδοιπόρος
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κοιλάδα̤κοιλάδες
κομίαστάνες, αχυρώνες, αγροκτήματα kom<գոմ (ή/και) εκ των κώμη, kūmh (περσ.)=περίφραξη, κλουβί
λιβάδα̤λιβάδια
μουνμας
νι͜άούτε ne
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
παίρωπαίρνω
περνήνδιάβαση, περασιά
περνίζωδιασχίζω, περνώ απέναντι
πέρνιξον(προστ.) διέσχισε, πέρασε απέναντι
τάξον(προστ.) τάξε
τσ̌αρκούλιγυναικεία καλύπτρα, λειρί πτηνού
τσ̌αρκούλινλειρί πτηνού
φιλιάνφίλημα
’φτάω(ευτάω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
χ̌έρ’χέρι
ψ̌ηψυχή
Έταιρον κι η λυγερή

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost