.
.
Τα καλύτερα ποντιακά τραγούδια

Αητέντς επεριπέτανεν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Αητέντς επεριπέτανεν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Αητέντς επεριπέτανεν
ψηλά σα υπουράνι͜α
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]
Είχ̌εν τσ̌αγγία κόκκινα
και το τσ̌αρκούλ’ν ατ’ μαύρον
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]
Εκράν’νεν και σα κάρτζ̌ι͜α του
παλληκαρί’ βραχ̌ι͜όναν
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]

-Αητέ μ’, για δος με ας σο κρατείς
για πέει με όθεν κείται;
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]

-Ας σο κρατώ ’κι δίγω σε,
αρ’ όθεν κείται λέω
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]

Εκεί σο πέραν το ραχ̌ίν,
σ’ ελάτι͜α επεκεί μέρος
Τραντέλλεναν εσκότωσαν
και κείται ματωμένος
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αητέντςαητός
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
βραχ̌ι͜όνανβραχίονα, μπράτσο βραχίων
δίγωδίνω
δοςδώσε
εκράν’νενκρατούσε
ελάτι͜αέλατα
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
επεριπέτανενπετούσε γύρω
κάρτζ̌ι͜ανύχια kanca<ganzo (βενετ.)<γαμψός ή ganskyos=κλαδί (πρωτοκελτικά)
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρατείςκρατάς
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
παλληκαρί’παλληκαριού παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
πέει(προστ.) πες
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
Τραντέλλεναντριάντα φορές Έλληνα
τσ̌αγγίαείδος μαλακού περσικού (παρθικού) υποδήματος από τη βυζαντινή περίοδο και εξής, το οποίο αναφερόταν σε υπόδημα ψηλό μέχρι τα γόνατα (μπότα) από ερυθρό δέρμα που προσαρμοζόταν στην κνήμη με κορδόνια τζάγγα/τζαγγή ή τζαγγίον/zanca~zanga
τσ̌αρκούλ’νγυναικεία καλύπτρα, λειρί πτηνού
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αητέντςαητός
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
βραχ̌ι͜όνανβραχίονα, μπράτσο βραχίων
δίγωδίνω
δοςδώσε
εκράν’νενκρατούσε
ελάτι͜αέλατα
επεκείαπό εκεί, από τότε, ύστερα, κατόπιν
επεριπέτανενπετούσε γύρω
κάρτζ̌ι͜ανύχια kanca<ganzo (βενετ.)<γαμψός ή ganskyos=κλαδί (πρωτοκελτικά)
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρατείςκρατάς
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
παλληκαρί’παλληκαριού παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
πέει(προστ.) πες
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
Τραντέλλεναντριάντα φορές Έλληνα
τσ̌αγγίαείδος μαλακού περσικού (παρθικού) υποδήματος από τη βυζαντινή περίοδο και εξής, το οποίο αναφερόταν σε υπόδημα ψηλό μέχρι τα γόνατα (μπότα) από ερυθρό δέρμα που προσαρμοζόταν στην κνήμη με κορδόνια τζάγγα/τζαγγή ή τζαγγίον/zanca~zanga
τσ̌αρκούλ’νγυναικεία καλύπτρα, λειρί πτηνού
Αητέντς επεριπέτανεν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost