.
.
Ποντιακό ξεφάντωμα με τον Γιάννη Φλωρινιώτη

Εκάεν το Τσ̌άμπασ̌ιν/Έναν άστρον εξέβεν/Η κόρ’ επήεν σον παρχάρ’/Αητέντς επαραπέτανεν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Εκάεν το Τσ̌άμπασ̌ιν/Έναν άστρον εξέβεν/Η κόρ’ επήεν σον παρχάρ’/Αητέντς επαραπέτανεν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Εκάεν και το Τσ̌άμπασ̌ιν
κι επέμ’ναν τα τουβάρι͜α
[γιαρ, γιαρ, αμάν]
[Και -ν-] Ερρούξαν σο γουρτάρεμαν
τ’ Ορτούς τα παλληκάρι͜α
[Κομμενόχρονον!]

Και -ν- εκάεν κι εμανίεν
τ’ Ορτούς το παρχάρ’
Εκεί, τιδέν ’κ’ επέμ’νεν,
μανάχον σαχτάρ’

Όλ’ κλαίγ’νε κι όλ’ αγληγορούν
πράματα να μαζεύ’νε
[γιαρ, γιαρ, αμάν]
Βαρκίζ’νε και παρακαλούν
όλια για να ευκαιρών’νε
[Κομμενόχρονον!]

Haydı, haydı, gidelim
Bizim odaya¹
Θα σε πάρω και θα φύγω
Μα την Παναγιά!

♫

Έναν άστρεν εξέβεν
σην ανατολήν
Έναν κι άλλο εξέβεν
σο Τεβέποϊν [γιαρ]

Σοφίτσα μ’, έξ’ μ’ εβγαίνεις
και μη φαίνεσαι
Ελέπ’νε σε και τ’ άστρα
και μαραίνεσαι [γιαρ]

♫

Η κόρ’ επήεν σον παρχάρ’
[Έ! πουλί μ’, πουλί μ’]
να ’ίνεται ρομάνα
[Έλα, έλα λέγω σε -ν]
και για τ’ ατέν θα ’ίνουμαι
[Έ! πουλί μ’, πουλί μ’]
και κυνηγός σ’ ορμάνι͜α
[Έλα, έλα λέγω σε]

♫

Αητέντς επαραπέτανεν
ψηλά σα επουράνι͜α
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]

Και τα τσ̌αγγία τ’ κόκκινα
και το τσ̌αρκούλ’ν ατ’ μαύρον
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]

Εκράτ’νεν και σα κάρτζ̌ι͜α του
παλληκαρί’ βραχ̌ι͜όνας
[Ούι! αμάν! αμάν! (x2)]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αητέντςαητός
άστρενάστρο
ατέναυτήν
βαρκίζ’νεκραυγάζουν, θρηνούν γοερά
βραχ̌ι͜όναςβραχίονες, μπράτσα βραχίων
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γουρτάρεμανσώσιμο, διάσωση kurtarma
εκάενκάηκε
εκράτ’νενκρατούσε
ελέπ’νεβλέπουνε
εμανίενμαύρισε/μουντζουρώθηκε από την καπνιά, καταστράφηκε, κατακάηκε μέχρι καπνιάς
έναν κι άλλοάλλο ένα, ένα ακόμη
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
εξέβενβγήκε, ανέβηκε
επαραπέτανενπαραπετούσε, πετούσε πολλή ώρα ή πολύ ψηλά
επέμ’ναναπόμειναν
επέμ’νεναπόμεινε
επήενπήγε
ερρούξανέπεσαν
’ίνεταιγίνεται
’ίνουμαιγίνομαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάρτζ̌ι͜ανύχια kanca<ganzo (βενετ.)<γαμψός ή ganskyos=κλαδί (πρωτοκελτικά)
κλαίγ’νεκλαίνε
κομμενόχρονοναυτό που είθε να του κοπούν τα χρόνια
μανάχον(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
όλ’όλοι/α
όλιαόλα
ορμάνι͜αδάση orman
παλληκαρί’παλληκαριού παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
σαχτάρ’στάχτη στάχτη<στάζω
Τεβέποϊν(ή Τεβέ-Μποΐ) ύψωμα στην περιοχή της Κρώμνης deve boyun (κυριολ. λαιμός της καμήλας, μτφ. κάτι που έχει καμπυλωτό σχήμα))
τιδέντίποτα
τουβάρι͜ατοίχοι duvar/dīvār
τσ̌αγγίαείδος μαλακού περσικού (παρθικού) υποδήματος από τη βυζαντινή περίοδο και εξής, το οποίο αναφερόταν σε υπόδημα ψηλό μέχρι τα γόνατα (μπότα) από ερυθρό δέρμα που προσαρμοζόταν στην κνήμη με κορδόνια τζάγγα/τζαγγή ή τζαγγίον/zanca~zanga
Τσ̌άμπασ̌ινπαρχάρι των Κοτυώρων του Πόντου (σημ. Ordu) στα ΝΑ της σημερινής επαρχίας Ορντού πολύ κοντά στα σύνορα με την επαρχία Κερασούντας Çambaşı (κυρ. Πευκοκορφή)
τσ̌αρκούλ’νγυναικεία καλύπτρα, λειρί πτηνού
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αητέντςαητός
άστρενάστρο
ατέναυτήν
βαρκίζ’νεκραυγάζουν, θρηνούν γοερά
βραχ̌ι͜όναςβραχίονες, μπράτσα βραχίων
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γουρτάρεμανσώσιμο, διάσωση kurtarma
εκάενκάηκε
εκράτ’νενκρατούσε
ελέπ’νεβλέπουνε
εμανίενμαύρισε/μουντζουρώθηκε από την καπνιά, καταστράφηκε, κατακάηκε μέχρι καπνιάς
έναν κι άλλοάλλο ένα, ένα ακόμη
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
εξέβενβγήκε, ανέβηκε
επαραπέτανενπαραπετούσε, πετούσε πολλή ώρα ή πολύ ψηλά
επέμ’ναναπόμειναν
επέμ’νεναπόμεινε
επήενπήγε
ερρούξανέπεσαν
’ίνεταιγίνεται
’ίνουμαιγίνομαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάρτζ̌ι͜ανύχια kanca<ganzo (βενετ.)<γαμψός ή ganskyos=κλαδί (πρωτοκελτικά)
κλαίγ’νεκλαίνε
κομμενόχρονοναυτό που είθε να του κοπούν τα χρόνια
μανάχον(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
όλ’όλοι/α
όλιαόλα
ορμάνι͜αδάση orman
παλληκαρί’παλληκαριού παλληκάριον<πάλληξ, πάλλαξ
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
σαχτάρ’στάχτη στάχτη<στάζω
Τεβέποϊν(ή Τεβέ-Μποΐ) ύψωμα στην περιοχή της Κρώμνης deve boyun (κυριολ. λαιμός της καμήλας, μτφ. κάτι που έχει καμπυλωτό σχήμα))
τιδέντίποτα
τουβάρι͜ατοίχοι duvar/dīvār
τσ̌αγγίαείδος μαλακού περσικού (παρθικού) υποδήματος από τη βυζαντινή περίοδο και εξής, το οποίο αναφερόταν σε υπόδημα ψηλό μέχρι τα γόνατα (μπότα) από ερυθρό δέρμα που προσαρμοζόταν στην κνήμη με κορδόνια τζάγγα/τζαγγή ή τζαγγίον/zanca~zanga
Τσ̌άμπασ̌ινπαρχάρι των Κοτυώρων του Πόντου (σημ. Ordu) στα ΝΑ της σημερινής επαρχίας Ορντού πολύ κοντά στα σύνορα με την επαρχία Κερασούντας Çambaşı (κυρ. Πευκοκορφή)
τσ̌αρκούλ’νγυναικεία καλύπτρα, λειρί πτηνού
Εκάεν το Τσ̌άμπασ̌ιν/Έναν άστρον εξέβεν/Η κόρ’ επήεν σον παρχάρ’/Αητέντς επαραπέτανεν
Σημειώσεις
¹ Άντε, άντε, πάμε στο δωμάτιό μας!

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost