.
.
Λυράρηδες και τραγουδιστές

Η κόρ’ επήεν σον παρχάρ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Η κόρ’ επήεν σον παρχάρ’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Η κόρ’ επήεν σον παρχάρ’
[Έι! πουλί μ’, πουλί μ’!]
να ’ίνεται ρομάνα
[Έλα, έλα λέγω σε!]
και για τ’ ατέν θα ’ίνουμαι -ν
[Έι! πουλί μ’, πουλί μ’!]
και κυνηγός σ’ ορμάνι͜α
[Έλα, έλα λέγω σε!]
και κυνηγός σ’ ορμάνι͜α
[Κατί, κατί λες και τιδέν;]
και κυνηγός σ’ ορμάνι͜α
[Έλα, έλα λέγω σε!]

Ορμάνι͜α μ’, τα ψηλόπουλα σ’
[Έι! πουλί μ’, πουλί μ’!]
ντ’ έμορφα κελαηδούνε!
[Έλα, έλα λέγω σε!]
Ας κλαίγ’νε εμέναν τον καρίπ’
[Έι! πουλί μ’, πουλί μ’!]
τα δέντρα όντες ανθούνε
[Έλα, έλα λέγω σε!]
τα δέντρα όντες ανθούνε
[Κατί, κατί λες και τιδέν;]
τα δέντρα όντες ανθούνε
[Έλα, έλα λέγω σε!]

Ρομάνες, όντες πάτε και σ’ ορμάν’,
[Έι! πουλί μ’, πουλί μ’!]
σωστά δουλείας ποίστεν
[Έλα, έλα λέγω σε!]
Όντες θ’ ευτάτεν ’θόγαλαν
[Έι! πουλί μ’, πουλί μ’!]
το μερτικό μ’ αφήστε
[Έλα, έλα λέγω σε!]
το μερτικό μ’ αφήστε
[Κατί, κατί λες και τιδέν;]
το μερτικό μ’ αφήστε
[Έλα, έλα λέγω σε!]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ατέναυτήν
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
έμορφαόμορφα
επήενπήγε
ευτάτενκάνετε, φτιάχνετε εὐθειάζω
’θόγαλανανθόγαλο, λιπαρή ουσία σαν αφρός που εμφανίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος, όταν αυτό βράσει
’ίνεταιγίνεται
’ίνουμαιγίνομαι
καρίπ’μοναχικό, ορφανό, εξαθλιωμένο garip/ġarīb
κατίγιατί δεν
κλαίγ’νεκλαίνε
όντεςόταν
ορμάν’δάσος orman
ορμάνι͜αδάση orman
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
ποίστεν(προστ.) κάντε, φτιάξτε ποιέω-ῶ
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
ρομάνεςπαρχαρομάνες, γυναίκες επιφορτισμένες με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
τιδέντίποτα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ατέναυτήν
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
έμορφαόμορφα
επήενπήγε
ευτάτενκάνετε, φτιάχνετε εὐθειάζω
’θόγαλανανθόγαλο, λιπαρή ουσία σαν αφρός που εμφανίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος, όταν αυτό βράσει
’ίνεταιγίνεται
’ίνουμαιγίνομαι
καρίπ’μοναχικό, ορφανό, εξαθλιωμένο garip/ġarīb
κατίγιατί δεν
κλαίγ’νεκλαίνε
όντεςόταν
ορμάν’δάσος orman
ορμάνι͜αδάση orman
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
ποίστεν(προστ.) κάντε, φτιάξτε ποιέω-ῶ
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
ρομάνεςπαρχαρομάνες, γυναίκες επιφορτισμένες με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
τιδέντίποτα
Η κόρ’ επήεν σον παρχάρ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost