.
.
Ποντιακό ξεφάντωμα Νο2

Τα μαλλία μ’ έσπρυναν

Τα μαλλία μ’ έσπρυναν
fullscreen
Εγώ είπα ’το τη μάνα σ’,
εσύ πέει α’ τον κύρη σ’
Ο κύρη σ’ έν’ καλόκαρδος,
’κι χαλάν’ το χατίρι σ’

Η Ματσουκάτ’σσα η νύφε
τιμά τον πεθερόν ατ’ς
Τα μάγ’λα τ’ς είναι πλουμιστά,
να τρώγω το Θεόν ατ’ς!

♫

Έλα, κάθκα σα γόνατα μ’,
ας πλέκω τα μαλλία σ’
Πλέκ’ ατα ψιλά-ψιλά
και σύρ’ ατα σ’ ωμία σ’

Τούλα, τούλα-λα,
το ταούλ’ και η ζουρνά

Το ταούλ’ και η ζουρνά
παρεβγάλλ’νε μας πουρνά⇋

Τσ̌οπάνος με τα πρόατα
λάσ̌κεται τα γιαζία
Πίνει τα κρύα τα νερά
και σύρ’ τη μαναχ̌ίαν

Τούλα, λέω σε,
τούλα, να λελεύω σε!
Ας ση μάνα σ’ κι ας σον κύρ’ -τ- σ’,
κόρ’, εγώ θα κλέφτω σε (x2)

♫

Τα μαλλία μ’ έσπρυναν
ατό τέρτ’ πα ’κ’ έχ’ α’ εγώ
Με τα μαύρα έρθα εγώ
και με τ’ άσπρα θα πάγω

Που γερά -ν- ας αποθάν’
να μη τυρι͜αννίεται
Όσον ντο γερά και πάει
το κορμίν ατ’ λύεται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
αποθάν’πεθαίνει
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ατααυτά
ατ’ςαυτής, της
γεράγερνάει
γιαζίαπεδιάδες, εξοχή, ύπαιθρος yazı
έν’είναι
έρθαήρθα
έσπρυνανάσπρισαν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάθκα(προστ.) κάθισε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλέφτωκλέβω
κύρ’πατέρα
λάσ̌κεταιπεριφέρεται, τριγυρνά, περιπλανιέται ἀλάομαι/ηλάσκω
λελεύωχαίρομαι
λύεταιλιώνει
μάγ’λαμάγουλα magulum
μαναχ̌ίανμοναξιά
Ματσουκάτ’σσααυτή που είναι από τη Ματσούκα
νύφενύφη
παπάλι, επίσης, ακόμα
παρεβγάλλ’νεξεπροβοδίζουν
πέει(προστ.) πες
πλέκ’πλέκει
πλουμιστάστολισμένα, διακοσμημένα με ζωγραφιές ή κεντήματα, πολύχρωμα pluma
πουρνάπρωί, αύριο
πρόαταπρόβατα
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
ταούλ’νταούλι davul/ṭabl
τέρτ’καημός, βάσανο, (ονομ.) στενοχώρια dert
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
τούλαήσυχα, φρόνιμα
τυρι͜αννίεταιτυραννιέται, ταλαιπωριέται
χαλάν’χαλάω/ει, καταστρέφω/ει
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ωμίαώμοι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
αποθάν’πεθαίνει
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ατααυτά
ατ’ςαυτής, της
γεράγερνάει
γιαζίαπεδιάδες, εξοχή, ύπαιθρος yazı
έν’είναι
έρθαήρθα
έσπρυνανάσπρισαν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάθκα(προστ.) κάθισε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλέφτωκλέβω
κύρ’πατέρα
λάσ̌κεταιπεριφέρεται, τριγυρνά, περιπλανιέται ἀλάομαι/ηλάσκω
λελεύωχαίρομαι
λύεταιλιώνει
μάγ’λαμάγουλα magulum
μαναχ̌ίανμοναξιά
Ματσουκάτ’σσααυτή που είναι από τη Ματσούκα
νύφενύφη
παπάλι, επίσης, ακόμα
παρεβγάλλ’νεξεπροβοδίζουν
πέει(προστ.) πες
πλέκ’πλέκει
πλουμιστάστολισμένα, διακοσμημένα με ζωγραφιές ή κεντήματα, πολύχρωμα pluma
πουρνάπρωί, αύριο
πρόαταπρόβατα
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
ταούλ’νταούλι davul/ṭabl
τέρτ’καημός, βάσανο, (ονομ.) στενοχώρια dert
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
τούλαήσυχα, φρόνιμα
τυρι͜αννίεταιτυραννιέται, ταλαιπωριέται
χαλάν’χαλάω/ει, καταστρέφω/ει
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ωμίαώμοι
Τα μαλλία μ’ έσπρυναν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost