.
.
Ο Πόντον ας σο νου μ’ ’κ’ εβγαίν’

Ο φέγγον

Ο φέγγον
fullscreen
Ο φέγγον πολλά εφώταξεν,
η νύχτα έντον ημέρα
Θα έρ’ται και εντρέπεται
τ’ εμόν η περιστέρα

Ο φέγγον πολλά εφώταξεν
τρία νύχτας ημέρα
Τρία φοράς εκλώστα οπίσ’,
άι! την πελά̤ν ντο εύρα!

Ση φέγγονος τ’ αγνάντεμαν
κρατώ σε σην εγκάλια μ’
Η Πούλια κι ο Αυγερινόν
γουρπάν’ σ’ εσά τα κάλλια

Ο φέγγον πολλά εφώταξεν
τρία νύχτας ημέρα
Τρία φοράς εκλώστα οπίσ’,
άι! την πελά̤ν ντο εύρα!

Ο φέγγος σίτι͜α ’πιδι͜αβαίν’
τ’ αρνί μ’ χαβασλαεύω
Και το γλυκύν το στόμαν ατ’
αρ’ εγώ να λελεύω

Ο φέγγον πολλά εφώταξεν
τρία νύχτας ημέρα
Τρία φοράς εκλώστα οπίσ’,
άι! την πελά̤ν ντο εύρα!

Ο φέγγον, τ’ άστρα κι ουρανόν
νέ μάτι͜α¹, νέ λαλίαν
Εμέν και το μικρόν τ’ αρνί μ’
ευτάνε συντροφίαν

Ο φέγγον πολλά εφώταξεν
τρία νύχτας ημέρα
Τρία φοράς εκλώστα οπίσ’,
άι! την πελά̤ν ντο εύρα!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
γλυκύνγλυκιά/ό
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
εγκάλιααγκαλιά
εκλώσταγύρισα, επέστρεψα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έντονέγινε
έρ’ταιέρχεται
εσάδικά σου/σας
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
ευτάνεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
εφώταξενφώτισε
κάλλιακάλλη
λαλίανλαλιά, φωνή
λελεύωχαίρομαι
νέούτε ne
νύχτας(ον.πληθ.,τα) νύχτες
οπίσ’πίσω
πελά̤νβάσανο, σκοτούρα bela
’πιδι͜αβαίν’φεύγω/ει, αφήνω/ει πίσω, προσπερνώ/ά, ξεπερνώ/ά από + διαβαίνω
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σίτι͜ακαθώς, ενώ σόταν<εις όταν
συντροφίανσυντροφιά, παρέα
φέγγονφεγγάρι
φέγγονοςφεγγαριού
φέγγοςφεγγάρι
φοράςφορές
χαβασλαεύωαπολαμβάνω, γουστάρω heveslenmek
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
γλυκύνγλυκιά/ό
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
εγκάλιααγκαλιά
εκλώσταγύρισα, επέστρεψα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έντονέγινε
έρ’ταιέρχεται
εσάδικά σου/σας
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
ευτάνεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
εφώταξενφώτισε
κάλλιακάλλη
λαλίανλαλιά, φωνή
λελεύωχαίρομαι
νέούτε ne
νύχτας(ον.πληθ.,τα) νύχτες
οπίσ’πίσω
πελά̤νβάσανο, σκοτούρα bela
’πιδι͜αβαίν’φεύγω/ει, αφήνω/ει πίσω, προσπερνώ/ά, ξεπερνώ/ά από + διαβαίνω
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σίτι͜ακαθώς, ενώ σόταν<εις όταν
συντροφίανσυντροφιά, παρέα
φέγγονφεγγάρι
φέγγονοςφεγγαριού
φέγγοςφεγγάρι
φοράςφορές
χαβασλαεύωαπολαμβάνω, γουστάρω heveslenmek
Ο φέγγον
Σημειώσεις
¹ Ακούγεται εκ παραδρομής να τραγουδάει «ομούτι͜α»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost