.
.
Κιλκίς, ντό όνομαν γλυκύν!

Πόντο, Πόντο όλι͜α δα̤κρούν

Πόντο, Πόντο όλι͜α δα̤κρούν
fullscreen
Πόντο, Πόντο, όλι͜α δα̤κρούν,
τ’ εμετέρ’ αναστορούν
Τα μέρι͜α τουν ντο εφέκαν
και τσ̌ιπλάχ’ αδακέσ’ έρθαν

Εφέκαν έμορφα μέρι͜α,
εζήν’νανε στέρι͜α-στέρι͜α
Ευκαιρώθαν τα χωρία,
εχάθανε πολλά ψ̌ήα

Για την Ελλάδαν εχπάσταν 
να ’φτάνε καινούρ’ ζωήν
Τα καρδίας σην πατρίδαν,
ξάι τακάτ’ ’κ’ είχαν σην ψ̌ην

Ση Άγουρσαν¹ σα παρχάρι͜α
και -ν- απάν’ σο Σογανέν²
Τ’ Αϊ-Χαραλάμπ’ τη εκκλησίαν
μαναχόν ’κεί επέμ’νεν

Οι τουσ̌μάν’ όλια επέραν
τα χωρία έναν-έναν
Ψ̌ήα όλια πονεμένα,
τα χωρία όλια καμένα

Γουρπάν’ -τ- σ’, Κοχλιαρίδη!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδακέσ’εδώ γύρω, κάπου εδώ
αναστορούνθυμούνται, αναπολούν
απάν’πάνω
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
δα̤κρούνδακρύζουν
εζήν’νανεζούσανε
εμετέρ’δικοί μας ἡμέτερος
έμορφαόμορφα
επέμ’νεναπόμεινε
επέρανπήραν
έρθανήρθαν
ευκαιρώθανάδειασαν, μτφ. ερημώθηκαν
εφέκαναφήσαν
εχάθανεχάθηκαν
εχπάσταναναχώρησαν, κίνησαν για
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καινούρ’καινούριο/α
Καμέναπεριοχή κοντά στην Παναγία Σουμελά
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μέρι͜αμέρη
ξάικαθόλου
όλιαόλα
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
στέρι͜αακλόνητα, σταθερά, σιγά, αργά και καθαρά
στέρι͜α-στέρι͜ασταθερά, σιγά-σιγά
τακάτ’δύναμη, αντοχή takat/ṭāḳat
τουντους
τουσ̌μάν’εχθροί düşman/duşmān
τσ̌ιπλάχ’(ον. πληθ.) γυμνοί, μτφ. εξαθλιωμένοι (γεν.αιτ.ενικού) γυμνό, μτφ. εξαθλιωμένο (κλητ. ενικού) γυμνέ, μτφ. εξαθλιωμένε çıplak
’φτάνε(ευτάνε) κάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
χωρίαχωριά
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδακέσ’εδώ γύρω, κάπου εδώ
αναστορούνθυμούνται, αναπολούν
απάν’πάνω
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
δα̤κρούνδακρύζουν
εζήν’νανεζούσανε
εμετέρ’δικοί μας ἡμέτερος
έμορφαόμορφα
επέμ’νεναπόμεινε
επέρανπήραν
έρθανήρθαν
ευκαιρώθανάδειασαν, μτφ. ερημώθηκαν
εφέκαναφήσαν
εχάθανεχάθηκαν
εχπάσταναναχώρησαν, κίνησαν για
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καινούρ’καινούριο/α
Καμέναπεριοχή κοντά στην Παναγία Σουμελά
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μέρι͜αμέρη
ξάικαθόλου
όλιαόλα
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
στέρι͜αακλόνητα, σταθερά, σιγά, αργά και καθαρά
στέρι͜α-στέρι͜ασταθερά, σιγά-σιγά
τακάτ’δύναμη, αντοχή takat/ṭāḳat
τουντους
τουσ̌μάν’εχθροί düşman/duşmān
τσ̌ιπλάχ’(ον. πληθ.) γυμνοί, μτφ. εξαθλιωμένοι (γεν.αιτ.ενικού) γυμνό, μτφ. εξαθλιωμένο (κλητ. ενικού) γυμνέ, μτφ. εξαθλιωμένε çıplak
’φτάνε(ευτάνε) κάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
χωρίαχωριά
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ψ̌ηνψυχή
Πόντο, Πόντο όλι͜α δα̤κρούν
Σημειώσεις
¹ (σημ. Bakımlı) χωριό της περιοχής Ματσούκας του Πόντου
² Ένα από τα τρία παρχάρια της Άγουρσας της Ματσούκας (πιθ. εκ του soğan=κρεμμύδι, γιατί ήταν περιοχή με φυτείες κρεμμυδιών)

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost