.
.
Μνήμη γενοκτονίας Πόντου

Μοιρολογούνε τα ραχ̌ι͜ά

Μοιρολογούνε τα ραχ̌ι͜ά
fullscreen
Μοιρολογούνε τα ραχ̌ι͜ά,
κλαίγ’νε τα ποταμάκρι͜α
Κλαίγ’νε και -ν- όλ’ οι Πόντιοι
μ’ αροθυμίας δάκρυ͜α

Από πού ν’ αρχινάς να λες
ν’ αναστορείς ντ’ εδέβαν;
Ατά τελεμονήν ’κ’ έχ’νε,
νέ νύχταν, νέ ημέραν

Κάθαν ρακάν’, κάθαν ραχ̌ίν
όλια είν’ ιστορίας
κι αγράνεμον όντες φυσά
ακούς μοιρολογίας
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγράνεμονάγριος άνεμος
αναστορείςθυμάσαι, αναπολείς
αροθυμίας(γεν.) νοσταλγίας, (πληθ.) νοσταλγίες
ατάαυτά
εδέβαν(για τόπο) πέρασαν, διέσχισαν, (για χρόνο) πέρασαν διαβαίνω
είν’(για πληθ.) είναι
έχ’νεέχουνε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάθανκάθε
κλαίγ’νεκλαίνε
μοιρολογίας(ον. πληθ., τα) μοιρολόγια, (γεν. ενικ., τη) μοιρολογιού
νέούτε ne
όλ’όλοι/α
όλιαόλα
όντεςόταν
ποταμάκρι͜αόχθες ποταμών
ρακάν’γήλοφος
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
τελεμονήντελειωμό
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγράνεμονάγριος άνεμος
αναστορείςθυμάσαι, αναπολείς
αροθυμίας(γεν.) νοσταλγίας, (πληθ.) νοσταλγίες
ατάαυτά
εδέβαν(για τόπο) πέρασαν, διέσχισαν, (για χρόνο) πέρασαν διαβαίνω
είν’(για πληθ.) είναι
έχ’νεέχουνε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάθανκάθε
κλαίγ’νεκλαίνε
μοιρολογίας(ον. πληθ., τα) μοιρολόγια, (γεν. ενικ., τη) μοιρολογιού
νέούτε ne
όλ’όλοι/α
όλιαόλα
όντεςόταν
ποταμάκρι͜αόχθες ποταμών
ρακάν’γήλοφος
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
τελεμονήντελειωμό
Μοιρολογούνε τα ραχ̌ι͜ά

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost