.
.
Όραμαν σον Πόντον

Ο χ̌ειμωγκόντς έφυεν

Ο χ̌ειμωγκόντς έφυεν
fullscreen
Ο χ̌ειμωγκόντς ατώρα, μάνα, έφυεν,
τα ραχ̌ι͜ά κι ο παρχάρτς χαμογελούνε
Τα οφρυδέας όλια επρασινεύτανε,
τα πουλόπα γλυκέα κελαηδούνε

Τα χ̌ι͜όνι͜α πα ελύγαν, έντανε νερά,
γομών’νε τα αυλάκια, τα πεγάδι͜α
Τα παρχάρι͜α λαλίας εγομώθανε,
τραγωδούν κορτσόπα και παλληκάρι͜α

Ο τσ̌οπάνον πρωί-πρωί αχπάσ̌κεται
χαράματα με τα πετεινολάλι͜α
Τα πρόγατα τ’ να βόσκουν τρυφερόν χορτάρ’,
να πίν’νε και νερόν ας σα πεγάδι͜α

Έκιτι μαύρα τόπι͜α, πώς επέμ’νετε
οσπίτι͜α χαλαμένα, ερημωμένα!
Όλια έχ’νε απ’ έναν μαύρον καρακίδ’
κι ας σο χορτάρ’ είναι καπατεμένα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατώρατώρα
αχπάσ̌κεταιαναχωρεί, φεύγει, κινεί για
βόσκουνβοσκάνε
γλυκέα(επιρρ.) γλυκά
γομών’νεγεμίζουν, μτφ. κομπιάζουν
εγομώθανεγεμίσανε, βούρκωσαν, κόμπιασαν
έκιτιέκφραση αναπόλησης που υποδηλώνει νοσταλγία για κάτι παρελθοντικό hey gidi
ελύγανέλιωσαν
έντανεέγιναν
επέμ’νετεαπομείνατε
επρασινεύτανεγέμισαν πράσινο, πρασίνισαν
έφυενέφυγε
έχ’νεέχουνε
καπατεμένασκεπασμένα, καλυμμένα, κλεισμένα σε κτ kapatma
καρακίδ’μάνταλο πόρτας
κορτσόπακοριτσάκια
λαλίαςλαλιές, φωνές, (γεν. ενικού) φωνής
όλιαόλα
οσπίτι͜ασπίτια hospitium<hospes
οφρυδέαςαυλάκια που βρίσκονται ανάμεσα σε δύο χωράφια ως ορόσημο
παπάλι, επίσης, ακόμα
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
παρχάρτςορεινός τόπος θερινής βοσκής
πεγάδι͜αβρύσες
πετεινολάλι͜αχαράματα, η ώρα που λαλούν οι πετεινοί
πίν’νεπίνουν
πουλόπαπουλάκια
πρόγαταπρόβατα
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
τόπι͜ατόποι, μέρη
τραγωδούντραγουδάνε
χ̌ειμωγκόντςχειμώνας
χαλαμέναχαλασμένα, καταστραμμένα
χορτάρ’χορτάρι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατώρατώρα
αχπάσ̌κεταιαναχωρεί, φεύγει, κινεί για
βόσκουνβοσκάνε
γλυκέα(επιρρ.) γλυκά
γομών’νεγεμίζουν, μτφ. κομπιάζουν
εγομώθανεγεμίσανε, βούρκωσαν, κόμπιασαν
έκιτιέκφραση αναπόλησης που υποδηλώνει νοσταλγία για κάτι παρελθοντικό hey gidi
ελύγανέλιωσαν
έντανεέγιναν
επέμ’νετεαπομείνατε
επρασινεύτανεγέμισαν πράσινο, πρασίνισαν
έφυενέφυγε
έχ’νεέχουνε
καπατεμένασκεπασμένα, καλυμμένα, κλεισμένα σε κτ kapatma
καρακίδ’μάνταλο πόρτας
κορτσόπακοριτσάκια
λαλίαςλαλιές, φωνές, (γεν. ενικού) φωνής
όλιαόλα
οσπίτι͜ασπίτια hospitium<hospes
οφρυδέαςαυλάκια που βρίσκονται ανάμεσα σε δύο χωράφια ως ορόσημο
παπάλι, επίσης, ακόμα
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
παρχάρτςορεινός τόπος θερινής βοσκής
πεγάδι͜αβρύσες
πετεινολάλι͜αχαράματα, η ώρα που λαλούν οι πετεινοί
πίν’νεπίνουν
πουλόπαπουλάκια
πρόγαταπρόβατα
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
τόπι͜ατόποι, μέρη
τραγωδούντραγουδάνε
χ̌ειμωγκόντςχειμώνας
χαλαμέναχαλασμένα, καταστραμμένα
χορτάρ’χορτάρι
Ο χ̌ειμωγκόντς έφυεν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost