.
.
Αυθεντική παράδοση

Είδα σε τ’ αϊ-Λία

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Είδα σε τ’ αϊ-Λία
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Είδα σε οψέ κι οσήμερον,
είδα σε -ν- τ’ αϊ-Λία
Είπα σε -ν- «έλα μετ’ εμέν»
κι είπες «έχω δουλείαν»

Πολλά ψηλά πα μη πετάς,
τρώνε σε -ν- τα καρτάλια
Πέταξον κι έλα κόνεψον
και σ’ εμόν την εγκάλιαν

Ανάθεμα, ανάθεμα,
αναθεματισμένον
Τ’ εμόν την καρδι͜άν έκαψες,
νε σ̌κύλ’ αφορισμένον

Εσύ, κορτσόπον, τράνυνον
κι εγώ -ν- ας μεγαλύνω
Σην Παναΐαν όμνυσα
το σπαλέρι σ’ θα λύνω

Εσύ το κομμενόχρονον
και κά’ να βάλ’ -τ- σε η μάνα σ’
Ντ’ επέγ’νες κι εμαρτύρανες
ντ’ εκείμ’νε στην εγκάλια σ’;

Αρ’ αέτσ’ έμορφα, παιδία!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αέτσ’έτσι
αϊ-Λίαάγιου Ηλία
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αφορισμένοναφορισμένο, αναθεματισμένο
δουλείανδουλειά
εγκάλιααγκαλιά
εγκάλιαν(αιτ.) αγκαλιά
εκείμ’νεκειτόμουν, ξάπλωνα
εμαρτύρανεςμαρτυρούσες, κατέδιδες
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφαόμορφα
επέγ’νεςπήγαινες
κά’κάτι
κομμενόχρονοναυτό που είθε να του κοπούν τα χρόνια
κόνεψον(προστ.) εγκαταστήσου, φώλιασε, προσγειώσου konmak
κορτσόπονκοριτσάκι
μεγαλύνωμεγαλώνω
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
όμνυσαορκίστηκα
οσήμερονσήμερα
οψέχθες
παπάλι, επίσης, ακόμα
παιδίαπαιδιά
πέταξον(προστ.) πέταξε
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
σπαλέριμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τράνυνον(προστ.) (αμεταβ.) μεγάλωσε, (μεταβ.) ανέθρεψε τρανόω-ῶ
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αέτσ’έτσι
αϊ-Λίαάγιου Ηλία
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αφορισμένοναφορισμένο, αναθεματισμένο
δουλείανδουλειά
εγκάλιααγκαλιά
εγκάλιαν(αιτ.) αγκαλιά
εκείμ’νεκειτόμουν, ξάπλωνα
εμαρτύρανεςμαρτυρούσες, κατέδιδες
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφαόμορφα
επέγ’νεςπήγαινες
κά’κάτι
κομμενόχρονοναυτό που είθε να του κοπούν τα χρόνια
κόνεψον(προστ.) εγκαταστήσου, φώλιασε, προσγειώσου konmak
κορτσόπονκοριτσάκι
μεγαλύνωμεγαλώνω
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
όμνυσαορκίστηκα
οσήμερονσήμερα
οψέχθες
παπάλι, επίσης, ακόμα
παιδίαπαιδιά
πέταξον(προστ.) πέταξε
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
σπαλέριμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τράνυνον(προστ.) (αμεταβ.) μεγάλωσε, (μεταβ.) ανέθρεψε τρανόω-ῶ
Είδα σε τ’ αϊ-Λία

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost