.
.
Αυθεντική παράδοση

Οπέρτς έμ’νε καλόν παιδίν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Οπέρτς έμ’νε καλόν παιδίν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Οπέρτς έμ’νε καλόν παιδίν,
οφέτος είμ’ αΐκος
Φτυρολογώ τα κορτσόπα
άμον άγριος λύκος

Έναν κορτσόπον αγαπώ,
τ’ όνομαν ατ’ς «Αννίτσα»
Έσπιγξα το χ̌ερόπον ατ’ς,
εκούιξεν «μανίτσα μ’!»

Έναν να έτον ’κ’ έκλαιγα
δύο να έσαν ’κ’ ελάλ’να
Ατά έσαν τρία-τέσσερα,
τ’ εμόν την ψ̌ην θ’ εβγάλλ’ναν

Αΐκον έν’, αΐκον έν’,
το μικροπαντρεμένον
Ατό μικρόν επάντρεψεν
και πάει τσ’ εγάπ’ς χαμένον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αΐκοντέτοιο/α
αΐκοςτέτοιος
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ατάαυτά
ατ’ςαυτής, της
εβγάλλ’νανέβγαζαν
εγάπ’ςαγάπης
εκούιξενφώναξε, λάλησε, κάλεσε κπ ονομαστικά
ελάλ’ναέβγαζα λαλιά, καλούσα, αποκαλούσα, προσκαλούσα, οδηγούσα
έμ’νεήμουν
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
επάντρεψενπαντρεύτηκε, έδωσε για παντρειά
έσανήταν
έσπιγξαέσφιξα
έτονήταν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπακοριτσάκια
κορτσόπονκοριτσάκι
οπέρτςπέρυσι
οφέτοςφέτος
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
φτυρολογώ(για ζώα) ξαφνιάζω, τρέπω σε φυγή, τρομάζω κπ
χ̌ερόπονχεράκι
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αΐκοντέτοιο/α
αΐκοςτέτοιος
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ατάαυτά
ατ’ςαυτής, της
εβγάλλ’νανέβγαζαν
εγάπ’ςαγάπης
εκούιξενφώναξε, λάλησε, κάλεσε κπ ονομαστικά
ελάλ’ναέβγαζα λαλιά, καλούσα, αποκαλούσα, προσκαλούσα, οδηγούσα
έμ’νεήμουν
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
επάντρεψενπαντρεύτηκε, έδωσε για παντρειά
έσανήταν
έσπιγξαέσφιξα
έτονήταν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπακοριτσάκια
κορτσόπονκοριτσάκι
οπέρτςπέρυσι
οφέτοςφέτος
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
φτυρολογώ(για ζώα) ξαφνιάζω, τρέπω σε φυγή, τρομάζω κπ
χ̌ερόπονχεράκι
ψ̌ηνψυχή
Οπέρτς έμ’νε καλόν παιδίν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost