.
.
Ο λυράρης Κώστας Τσακαλίδης στα αυθεντικά του Πόντου

Ματσουκάτ’κον (Βουκολικό του Πόντου)

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ματσουκάτ’κον (Βουκολικό του Πόντου)
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Έλα, πουλί μ’, ας σα μακρά,
έλα ας σην ξενιτείαν
Έλα, περ’μέν’ -τ- σε έναν ψ̌ην,
πονεμένον καρδίαν
Έλα, περ’μέν’ -τ- σε έναν ψ̌ην, [γιαβρόπο μ’, νέι]
πονεμένον καρδίαν

Γάλαν φά’ και γάλαν πία,
γάλαν πότ’σον τα παιδία
Ντ’ απομέν’ν’ αποπλυμόπα
[και -ν-] εμέν κι εσέν κανείνταν

Νασάν εσάς, ψηλά ραχ̌ι͜ά,
[νέι! βάι, ν’ αηλί εμέν, νέι]
σην ξενιτει͜άν ’κι πάτε [σ̌κυλοκούταβον, νέι]
Δι͜αβαίν’νε χρόνι͜α και καιρούς
[νέι! βάι, ν’ αηλί εμέν, νέι]
σ’ έναν τόπον γεράτε
Δι͜αβαίν’νε χρόνι͜α και καιρούς
[γιαβρόπο μ’, νέι]
σ’ έναν τόπον γεράτε

Γάλαν φά’ και γάλαν πία,
γάλαν πότ’σον τα παιδία
Ντ’ απομέν’ν’ αποπλυμόπα
[και -ν-] εμέν κι εσέν κανείνταν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
απομέν’ν’απομένουν
αποπλυμόπαυπολείμματα φαγητού, μείγμα από τα ξεπλύματα μαγειρικών σκευών και εναπομείναντων φαγητών που δίνεται ως τροφή στις αγελάδες
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
γεράτεγερνάτε
γιαβρόπομωράκι, μικρούλι, παιδάκι yavru + -όπον
δι͜αβαίν’νε(για τόπο) περνούν, διασχίζουν, (για χρόνο) περνούν (γενικότερα) περνούν, παύουν, τελειώνουν διαβαίνω
κανείντανείναι αρκετά, επαρκούν για κτ ἱκανόω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νασάνχαρά σε
παιδίαπαιδιά
περ’μέν’περιμένει
πία(προστ.) πιες
πότ’σον(προστ.) πότισε
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
φά’(προστ.) φάε
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
απομέν’ν’απομένουν
αποπλυμόπαυπολείμματα φαγητού, μείγμα από τα ξεπλύματα μαγειρικών σκευών και εναπομείναντων φαγητών που δίνεται ως τροφή στις αγελάδες
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
γεράτεγερνάτε
γιαβρόπομωράκι, μικρούλι, παιδάκι yavru + -όπον
δι͜αβαίν’νε(για τόπο) περνούν, διασχίζουν, (για χρόνο) περνούν (γενικότερα) περνούν, παύουν, τελειώνουν διαβαίνω
κανείντανείναι αρκετά, επαρκούν για κτ ἱκανόω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νασάνχαρά σε
παιδίαπαιδιά
περ’μέν’περιμένει
πία(προστ.) πιες
πότ’σον(προστ.) πότισε
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
φά’(προστ.) φάε
ψ̌ηνψυχή
Ματσουκάτ’κον (Βουκολικό του Πόντου)

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost