.
.
Ο λυράρης Κώστας Τσακαλίδης στα αυθεντικά του Πόντου

Σ’ εμάς καμίαν ’κι μερών’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Σ’ εμάς καμίαν ’κι μερών’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Σύρον απάν’ ι-σ’ το παλτόν, [ασ’χώρετον]
αρνί μ’, μη παίρ’ -τ- σε ο κρύον
[τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ/έλα -ν-, έλα]
Ελέπω τα δουλείας ι-σ’ [ασ’χώρετον]
και γίνουμαι θερίον
[τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ/έλα -ν-, έλα]
Ελέπω [ψ̌ήκα μ’] τα δουλείας ι-σ’
και γίνουμαι [ψ̌ήκα μ’] θερίον

Αφκά σ’ αλάτ’ μη κάθεσαι, [ασ’χώρετον]
πιάν’ απάν’ ι-σ’ πίσσα
[τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ/έλα -ν-, έλα]
Σ’ εμάς καμία ’κι μερών’, [ασ’χώρετον]
πάντα σκοτία πίσσα
[τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ/έλα -ν-, έλα]
Σ’ εμάς [ψ̌ήκα μ’] καμία ’κι μερών’,
πάντα [ψ̌ήκα μ’] σκοτία πίσσα

Ν’ αηλί εμέν ντο έπαθα [ασ’χώρετον]
κι άλλα πρέπ’ να παθάνω;
[τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ/έλα -ν-, έλα]
Το ταπιάτ’ σ’ απ’ εμπροστά [ασ’χώρετον]
έπρεπε να μαθάνω
[τσ̌άνουμ, γιαρ, γιαρ/έλα -ν-, έλα]
Το ταπιάτ’ σ’ [ψ̌ήκα μ’] απ’ εμπροστά
έπρεπε [ψ̌ήκα μ’] να μαθάνω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αλάτ’έλατο
απάν’πάνω
ασ’χώρετονασυγχώρητο
αφκάκάτω
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γίνουμαιγίνομαι
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
ελέπωβλέπω
εμπροστάμπροστά, πρωτύτερα
θερίονθηρίο
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μαθάνωμαθαίνω
μερών’μερώνει, ξημερώνει
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
παθάνωπαθαίνω
παίρ’παίρνω/ει
πιάν’πιάνει
πρέπ’ταιριάζει/ω
σκοτίασκοτάδι
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
ταπιάτ’συνήθεια, χαρακτηριστικό, ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου tabiat/ṭabīʿat
τσ̌άνουμψυχή μου, αγαπημένε/η μου canım<can/cān
ψ̌ήκαψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αλάτ’έλατο
απάν’πάνω
ασ’χώρετονασυγχώρητο
αφκάκάτω
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γίνουμαιγίνομαι
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
ελέπωβλέπω
εμπροστάμπροστά, πρωτύτερα
θερίονθηρίο
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μαθάνωμαθαίνω
μερών’μερώνει, ξημερώνει
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
παθάνωπαθαίνω
παίρ’παίρνω/ει
πιάν’πιάνει
πρέπ’ταιριάζει/ω
σκοτίασκοτάδι
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
ταπιάτ’συνήθεια, χαρακτηριστικό, ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου tabiat/ṭabīʿat
τσ̌άνουμψυχή μου, αγαπημένε/η μου canım<can/cān
ψ̌ήκαψυχούλα
Σ’ εμάς καμίαν ’κι μερών’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost