.
.
Ο λυράρης Κώστας Τσακαλίδης στα αυθεντικά του Πόντου

Κορτσόπον λάλ’ με

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Κορτσόπον λάλ’ με
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Έλα κάθκα σα γόνατα μ’,
[Κορτσόπον, λάλ’ με]
ας πλέκω τα μαλλία σ’
[Λάλ’ με κι ας λαλώ σε -ν]
Ας πλέκ’ ατα ψιλά-ψιλά
[Κορτσόπον, λάλ’ με -ν]
και σύρ’ ατα σ’ ωμία σ’
[Λάλ’ με κι ας λαλώ σε]

Φίλ’ με κι ας φιλώ σε!
’Μώ σε, παλαλός έν’!
Σαμψούντας γαμπρός έν’!
Σ’ ένα βούρα λεφτοκάρυ͜α
λέει με έλα ας φιλώ σε ατώρα

Τ’ ομμάτι͜α τ’ς κατακέφαλα,
[Κορτσόπον, λάλ’ με]
ο νους ατ’ς σο κλεψίον
[Λάλ’ με κι ας λαλώ σε -ν]
Ατέ καρδίας έκαψε
[Κορτσόπον, λάλ’ με]
καμπόσα νοματίων
[Λάλ’ με κι ας λαλώ σε]

Φίλ’ με κι ας φιλώ σε!
’Μώ σε, παλαλός έν’!
Σαμψούντας γαμπρός έν’!
Σ’ ένα βούρα λεφτοκάρυ͜α
λέει με έλα ας φιλώ σε ατώρα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ατααυτά
ατέαυτή
ατ’ςαυτής, της
ατώρατώρα
βούραχούφτα vola=η παλάμη του χεριού ή το πέλμα του ποδιού
έν’είναι
κάθκα(προστ.) κάθισε
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
κατακέφαλαπρος τα κάτω
κλεψίονκλοπή, κλέψιμο
κορτσόπονκοριτσάκι
λάλ’(προστ.) βγάλε λαλιά, κάλεσε, αποκάλεσε, προσκάλεσε, οδήγησε
λαλώβγάζω λαλιά, καλώ, αποκαλώ, προσκαλώ, οδηγώ
λεφτοκάρυ͜αλεπτοκάρυα, φουντουκιές, φουντούκια λεπτο- + κάρυον
’μώ(επιφ.) εκδήλωση έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας, βρε! σε καλό σου! γαμώ
νοματίωνανθρώπων, ατόμων ὀνόματοι
ομμάτι͜αμάτια
παλαλόςτρελός, ανόητος
πλέκ’πλέκει
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
φίλ’(προστ. φιλώ) φίλα, (πληθ. φίλον) φίλοι
ωμίαώμοι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ατααυτά
ατέαυτή
ατ’ςαυτής, της
ατώρατώρα
βούραχούφτα vola=η παλάμη του χεριού ή το πέλμα του ποδιού
έν’είναι
κάθκα(προστ.) κάθισε
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
κατακέφαλαπρος τα κάτω
κλεψίονκλοπή, κλέψιμο
κορτσόπονκοριτσάκι
λάλ’(προστ.) βγάλε λαλιά, κάλεσε, αποκάλεσε, προσκάλεσε, οδήγησε
λαλώβγάζω λαλιά, καλώ, αποκαλώ, προσκαλώ, οδηγώ
λεφτοκάρυ͜αλεπτοκάρυα, φουντουκιές, φουντούκια λεπτο- + κάρυον
’μώ(επιφ.) εκδήλωση έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας, βρε! σε καλό σου! γαμώ
νοματίωνανθρώπων, ατόμων ὀνόματοι
ομμάτι͜αμάτια
παλαλόςτρελός, ανόητος
πλέκ’πλέκει
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
φίλ’(προστ. φιλώ) φίλα, (πληθ. φίλον) φίλοι
ωμίαώμοι
Κορτσόπον λάλ’ με

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost