.
.
Χαμένες πατρίδες

Στενόν σοκάκι μ’ έμορφον

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Στενό σοκάκι μ’ έμορφον,
με την ανεφορέαν
(Κι) Όταν δι͜αβαίνω θυμούμαι
τα παλαιά παρέας

Τερώ τη λάμπαν πως πιάν’,
το παραθύρ’ φωτάζει
Τερώ και το μικρόν τ’ αρνί μ’
μοναχόν πως δεβάζει

Ψηλά είν’ τα παράθυρα σ’,
συρμένα τα περτέδες
’Κι ’ξέρω ακόμα αν κάθεσαι,
’κι ’ξέρω αν εκοιμέθες

Σην πόρτα σ’ βάλον καρακίδ’,
σο παραθύρι σ’ σκάλα
Σην πόρτα σ’ δὼμα φίλεμαν,
σο παραθύρ’ εγκάλι͜αν

Αρ’ αέτσ’ έμορφα, πιτσ̌ιμλία!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αέτσ’έτσι
ανεφορέανανηφοριά
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
βάλον(προστ.) βάλε
δεβάζειδιαβάζει, περνάει, πηγαίνει κπ/κτ κάπου
δι͜αβαίνω(για τόπο) περνώ, διασχίζω, (για χρόνο) περνώ διαβαίνω
δὼμαδώσε μου
εγκάλι͜αναγκαλιά
είν’(για πληθ.) είναι
εκοιμέθεςκοιμήθηκες
έμορφαόμορφα
έμορφονόμορφο
θυμούμαιθυμάμαι
καρακίδ’μάνταλο πόρτας
’κιδεν οὐκί<οὐχί
παρέας(γεν. ενικ.) παρέας, (ον./αιτ. πληθ.) παρέες
περτέδεςπαραπετάσματα παραθύρων, κουρτίνες perde
πιάν’πιάνει
πιτσ̌ιμλίαόμορφα, καλοσχηματισμένα, κομψά biçimli
σκάλακλίμακα, σκάλα, αποβάθρα λιμανιού, το μέρος μεταξύ των ποδιών της περισκελίδας προς την βουβωνική περιοχή (προσομοιάζει την κορυφή σκάλας προς το κεφαλόσκαλο), ειδικό εξάρτημα της παγίδας πουλιών scala<scando
συρμένατραβηγμένα
τερώκοιτώ
φίλεμανφιλί
φωτάζειφωτίζει, λάμπει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αέτσ’έτσι
ανεφορέανανηφοριά
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
βάλον(προστ.) βάλε
δεβάζειδιαβάζει, περνάει, πηγαίνει κπ/κτ κάπου
δι͜αβαίνω(για τόπο) περνώ, διασχίζω, (για χρόνο) περνώ διαβαίνω
δὼμαδώσε μου
εγκάλι͜αναγκαλιά
είν’(για πληθ.) είναι
εκοιμέθεςκοιμήθηκες
έμορφαόμορφα
έμορφονόμορφο
θυμούμαιθυμάμαι
καρακίδ’μάνταλο πόρτας
’κιδεν οὐκί<οὐχί
παρέας(γεν. ενικ.) παρέας, (ον./αιτ. πληθ.) παρέες
περτέδεςπαραπετάσματα παραθύρων, κουρτίνες perde
πιάν’πιάνει
πιτσ̌ιμλίαόμορφα, καλοσχηματισμένα, κομψά biçimli
σκάλακλίμακα, σκάλα, αποβάθρα λιμανιού, το μέρος μεταξύ των ποδιών της περισκελίδας προς την βουβωνική περιοχή (προσομοιάζει την κορυφή σκάλας προς το κεφαλόσκαλο), ειδικό εξάρτημα της παγίδας πουλιών scala<scando
συρμένατραβηγμένα
τερώκοιτώ
φίλεμανφιλί
φωτάζειφωτίζει, λάμπει

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost