.
.
Ση στράταν λιθαρόπον

Τογρία ’κι νουνίζω

Τογρία ’κι νουνίζω
fullscreen
Τα λόγια σ’ άμον κερεντήν
έκοψαν τα μουράτι͜α μ’
Και το πουσ̌λούκ’ ντ’ εποίκες α’
έμπρι͜α σ’ εμά τ’ ομμάτι͜α

Εποίκες με άμον παλαλόν,
τογρία ’κι νουνίζω
και δά̤κρυ͜α αναχάπαρα
ας σ’ ομμάτι͜α μ’ σπογγίζω

’Κ’ εγροίκ’σες νέ ωρίασες
ποίος για τ’ εσέν χάται
Ποίος σ’ όνεμα σ’ πίν’ νερόν
και ποίος στέκ’ ραχάτα̤

Ατώρα τη σ̌ισ̌άν’ ρακίν
γομώνω ν’ ανασπάλω
Ντο εφέκες με -ν- κι έφυες
ξάι ας σο νου μ’ ’κ’ εβγάλλω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανασπάλωξεχάσω
αναχάπαρααπροειδοποίητα, ξαφνικά στερ. αν- + haber/ḫaber
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατώρατώρα
γομώνωγεμίζω
εβγάλλωβγάζω
εγροίκ’σεςκατάλαβες
εμάδικά μου
έμπρι͜αμπροστά ἐμπρός
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
εφέκεςάφησες
έφυεςέφυγες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κερεντήνκόσσα, μακρυδρέπανο, γεωργικό εργαλείο με το οποίο θερίζεται το τριφύλλι ή άλλο χόρτο, είδος δρεπανιού գերանդի (gerandi)
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μουράτι͜αεπιθυμίες, πόθοι murat/murād
νέούτε ne
νουνίζωσκέφτομαι
ξάικαθόλου
ομμάτι͜αμάτια
όνεμαόνομα
παλαλόντρελό
πίν’πίνω/ει
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
πουσ̌λούκ’ατιμία, εξαπάτηση, δόλια/"βρώμικη" ενέργεια pislik
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
ραχάτα̤γαλήνια, ειρηνικά, άνετα, ήσυχα rahat/rāḥat
σπογγίζωσκουπίζω
τογρίααληθινά, ίσια, ευθεία, σωστά doğru
χάταιχάνεται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανασπάλωξεχάσω
αναχάπαρααπροειδοποίητα, ξαφνικά στερ. αν- + haber/ḫaber
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατώρατώρα
γομώνωγεμίζω
εβγάλλωβγάζω
εγροίκ’σεςκατάλαβες
εμάδικά μου
έμπρι͜αμπροστά ἐμπρός
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
εφέκεςάφησες
έφυεςέφυγες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κερεντήνκόσσα, μακρυδρέπανο, γεωργικό εργαλείο με το οποίο θερίζεται το τριφύλλι ή άλλο χόρτο, είδος δρεπανιού գերանդի (gerandi)
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μουράτι͜αεπιθυμίες, πόθοι murat/murād
νέούτε ne
νουνίζωσκέφτομαι
ξάικαθόλου
ομμάτι͜αμάτια
όνεμαόνομα
παλαλόντρελό
πίν’πίνω/ει
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
πουσ̌λούκ’ατιμία, εξαπάτηση, δόλια/"βρώμικη" ενέργεια pislik
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
ραχάτα̤γαλήνια, ειρηνικά, άνετα, ήσυχα rahat/rāḥat
σπογγίζωσκουπίζω
τογρίααληθινά, ίσια, ευθεία, σωστά doğru
χάταιχάνεται
Τογρία ’κι νουνίζω

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost