.
.
Έτερα και εντάμαν

Γιολτσ̌ήδες

Γιολτσ̌ήδες
fullscreen
Ντό ν’ ευτάμε τα παράδας
και το πολλά τον βίον;
Έναν υείαν ας σον Θεόν
ας όλα̤ έν’ καλλίον

Ας τρώγομε και πίνομε,
χορεύομε και κείμες
Αούτ’ ο κόσμον ξένον έν’
κι εμείς γιολτσ̌ήδες είμες

Χορέψτεν, παιδάντ’, χορέψτεν
αρ’ όσον ντ’ επορείτε
Χαράν αδά σον κόσμον έν’,
ντο λέγ’νε μη τερείτε

Ας τρώγομε και πίνομε,
χορεύομε και κείμες
Αούτ’ ο κόσμον ξένον έν’
κι εμείς γιολτσ̌ήδες είμες

Ούλ’ αποθάν’νε και πάγ’νε
και μέρ’ πάγ’νε ’κι ξέρ’νε
Κανείς οπίσ’ ’κι κλώσ̌κεται
ντό ’ίνεται να λέγ’νε

Ας τρώγομε και πίνομε,
χορεύομε και κείμες
Αούτ’ ο κόσμον ξένον έν’
κι εμείς γιολτσ̌ήδες είμες

Σον κόσμον ήντι͜αν ’ίν’ντανε,
’ίν’νταν με τα χατίρι͜α
Λέν’ ο Χριστόν πα ευλόησεν
γομάτα τα ποτήρι͜α

Ας τρώγομε και πίνομε,
χορεύομε και κείμες
Αούτ’ ο κόσμον ξένον έν’
κι εμείς γιολτσ̌ήδες είμες
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
αούτ’αυτός/ή/ό/ά
αποθάν’νεπεθαίνουν
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γιολτσ̌ήδεςταξιδιώτες, οδοιπόροι yolcu
γομάταγεμάτα
είμεςείμαστε
έν’είναι
ευτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
ήντι͜ανοτιδήποτε, ό,τι
’ίνεταιγίνεται
’ίν’ντανγίνονται
’ίν’ντανεγίνονται
καλλίον(επίθ.) καλύτερο, (επίρ.) καλύτερα
κείμεςκειτόμαστε, ξαπλώνουμε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώσ̌κεταιγυρίζει, επιστρέφει
λέγ’νελένε
μέρ’(μέρου, επιρρ.) πού, προς ορισμένο μέρος, όποιος
ξέρ’νεξέρουν, γνωρίζουν
οπίσ’πίσω
ούλ’όλοι
παπάλι, επίσης, ακόμα
πάγ’νεπηγαίνουν, έφυγαν, πάνε
παιδάντ’παιδιά αγόρια
παράδαςχρήματα, λεφτά para/pāre
πίνομεπίνουμε
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
τερείτεκοιτάτε
τρώγομετρώμε
υείανυγεία
χατίρι͜αχατίρια, χάρες hatır/ḫāṭir
χορεύομεχορεύουμε
χορέψτεν(προστ.) χορέψτε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
αούτ’αυτός/ή/ό/ά
αποθάν’νεπεθαίνουν
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
γιολτσ̌ήδεςταξιδιώτες, οδοιπόροι yolcu
γομάταγεμάτα
είμεςείμαστε
έν’είναι
ευτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
ήντι͜ανοτιδήποτε, ό,τι
’ίνεταιγίνεται
’ίν’ντανγίνονται
’ίν’ντανεγίνονται
καλλίον(επίθ.) καλύτερο, (επίρ.) καλύτερα
κείμεςκειτόμαστε, ξαπλώνουμε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώσ̌κεταιγυρίζει, επιστρέφει
λέγ’νελένε
μέρ’(μέρου, επιρρ.) πού, προς ορισμένο μέρος, όποιος
ξέρ’νεξέρουν, γνωρίζουν
οπίσ’πίσω
ούλ’όλοι
παπάλι, επίσης, ακόμα
πάγ’νεπηγαίνουν, έφυγαν, πάνε
παιδάντ’παιδιά αγόρια
παράδαςχρήματα, λεφτά para/pāre
πίνομεπίνουμε
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
τερείτεκοιτάτε
τρώγομετρώμε
υείανυγεία
χατίρι͜αχατίρια, χάρες hatır/ḫāṭir
χορεύομεχορεύουμε
χορέψτεν(προστ.) χορέψτε
Γιολτσ̌ήδες

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost