.
.
Μυλεχτόν

Έικιτι, Άψαλε, χωρίο μ’

Έικιτι, Άψαλε, χωρίο μ’
fullscreen
Έικιτι, Άψαλε, χωρίο μ’,
γομάτ’κο έσ’νε και τρανόν
Ατώρα ’λέπ’ σε η καρδία μ’
ντο ευκαιρώθες και ματών’

Με κεμεντσ̌έδας και τραγωδίας
τα μαχαλάδες ’γομώναν
Κορτσόπα και παλληκαρόπα
πολλά σεβντάδες εποίν’ναν

Τσ̌ιπλάχ’κα ’λάσκουμ’νες παιδία,
τα γόνατα μουν τσ̌αμούρι͜α
Ετράνυναμ’ με τα λαζούδι͜α,
με τα λαβάσ̌ι͜α και τα κουλούρι͜α

Ση Αψάλονος τα σοχάγια
τοσπαγάνας και οφίδι͜α
Εύκαιρα ’σπιτόπα και τσ̌όλι͜α,
πουλία τρώγ’νε τα βοτρύδι͜α

Έρημον, τέκ’ και τσ̌όλ’ χωρίο μ’,
και -ν- εσύ πώς ευκαιρώθες!
Εύντινια και χορταρόπα
απέσ’ σα στράτας ’γομώθες
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απέσ’μέσα
ατώρατώρα
βοτρύδι͜ατσαμπιά
έικιτιέκφραση αναπόλησης που υποδηλώνει νοσταλγία για κάτι παρελθοντικό ή εκδήλωση συμπόνοιας για κάποιον hey gidi
εποίν’νανέκαναν, έφτιαχναν ποιέω-ῶ
έσ’νεήσουν
ετράνυναμ’μεγαλώσαμε, αναθρέψαμε τρανόω-ῶ
εύκαιραάδεια, χωρίς περιεχόμενο/νόημα, ανούσια, μτφ. ανοησίες, (ουσ. τα) τα μαλακά μέρη της κοιλίας, βουβώνας
κορτσόπακοριτσάκια
λαβάσ̌ι͜απίτες, είδος μαλακού λεπτού, επίπεδου ψωμιού lavaş/lavāş
’λάσκουμ’νες(ελάσκουμ’νες) περιφερόμασταν, τριγυρνούσαμε, περιπλανιόμασταν ἀλάομαι/ηλάσκω
’λέπ’(ελέπ’) βλέπει/ω
ματών’ματώνει
μαχαλάδεςγειτονιές mahalle/maḥalle
μουνμας
οφίδι͜αφίδια
παιδίαπαιδιά
παλληκαρόπαπαλικαράκια
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σεβντάδεςέρωτες sevda/sevdā
’σπιτόπα(οσπιτόπα) σπιτάκια hospitium<hospes
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τέκ’μόνο, ένα, μοναδικό tek
τραγωδίαςτραγούδια
τρώγ’νετρώνε
τσ̌αμούρι͜αλάσπες çamur
τσ̌ιπλάχ’καγυμνά, μτφ. εξαθλιωμένα çıplak
τσ̌όλ’έρημο, ερημικό çöl
τσ̌όλι͜αέρημα, ερημικά çöl
χορταρόπαχορταράκια
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απέσ’μέσα
ατώρατώρα
βοτρύδι͜ατσαμπιά
έικιτιέκφραση αναπόλησης που υποδηλώνει νοσταλγία για κάτι παρελθοντικό ή εκδήλωση συμπόνοιας για κάποιον hey gidi
εποίν’νανέκαναν, έφτιαχναν ποιέω-ῶ
έσ’νεήσουν
ετράνυναμ’μεγαλώσαμε, αναθρέψαμε τρανόω-ῶ
εύκαιραάδεια, χωρίς περιεχόμενο/νόημα, ανούσια, μτφ. ανοησίες, (ουσ. τα) τα μαλακά μέρη της κοιλίας, βουβώνας
κορτσόπακοριτσάκια
λαβάσ̌ι͜απίτες, είδος μαλακού λεπτού, επίπεδου ψωμιού lavaş/lavāş
’λάσκουμ’νες(ελάσκουμ’νες) περιφερόμασταν, τριγυρνούσαμε, περιπλανιόμασταν ἀλάομαι/ηλάσκω
’λέπ’(ελέπ’) βλέπει/ω
ματών’ματώνει
μαχαλάδεςγειτονιές mahalle/maḥalle
μουνμας
οφίδι͜αφίδια
παιδίαπαιδιά
παλληκαρόπαπαλικαράκια
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σεβντάδεςέρωτες sevda/sevdā
’σπιτόπα(οσπιτόπα) σπιτάκια hospitium<hospes
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τέκ’μόνο, ένα, μοναδικό tek
τραγωδίαςτραγούδια
τρώγ’νετρώνε
τσ̌αμούρι͜αλάσπες çamur
τσ̌ιπλάχ’καγυμνά, μτφ. εξαθλιωμένα çıplak
τσ̌όλ’έρημο, ερημικό çöl
τσ̌όλι͜αέρημα, ερημικά çöl
χορταρόπαχορταράκια
Έικιτι, Άψαλε, χωρίο μ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost