.
.
Ποντιακά δίστιχα της ξενιτειάς

Κλείστεν τα καφενεία

Κλείστεν τα καφενεία
fullscreen
Σην ξενιτειάν ευρίουνταν
και πολλά καφενεία
Ατά είν’ ντ’ εφαρμάκωσαν
των γυναικών τα ψ̌ήα

Τον κόσμον επαρέσυραν
και τα νέικα παιδία
και όλια επαραίτησαν
κι ερρούξαν σα χαρτία

Χιλιάρικα πάν’ και χαλάν’ν,
τιδέν πώς ’κι νουνίζ’νε!
Οι γυναίκ’ α̤τουν άχαροι
κλαίγ’νε και φτιλακίζ’νε

Σην ξενιτειάν έγκανε μας
χαμάλτς εμάς να ’φτάνε
Κλώσκουν και λέν’ «αγούρ’ είμες,
ήντι͜αν θέλομ’ θα ’φτάμε»

Ανίκανοι για τη ζωήν,
ατείν’ για τα παιδία
Τ’ οσπίτι͜α τουν εχάλασαν
και για τα καφενεία

Ατείν’ εξενιτεύτανε
παράδες για να ’φτάνε
Επιδέβαν τα δουλείας,
σα καφενεία πάγ’νε

Σα χαρτία π’ ερρούξανε
μ’ εθαρρούν κάτ’ θα ’φτάνε
Τσοι γυναίκ’ς ατουν μαραζών’ν,
τ’ οσπίτι͜α τουν χαλάν’νε

Ελάτεν και σα ήμαρτα,
κλείστεν τα καφενεία
Αντρόγ̆υνα θα χωρίουνταν
για τα χαρτοπαιγνία

Τ’ αντρόγ̆υνα εχωρίγανε,
κανείς μυαλόν ’κι βάλλ’νε
Ξαν συνεχίζ’νε το κακόν,
σα καφενεία πάγ’νε

Εντροπήν ξάι ’κ’ εντρέπουνταν,
φόβον ξάι ’κι φοβούνταν
Όλιον την νύχταν παίζ’νε ατείν’
και -ν- ύπνον ’κι κοιμούνταν

Ατείν’ ’κι καλατσ̌εύκουνταν
κι ας σα νεύρα τρομάζ’νε
Αρ’ ατουνούς που θα σκοτών’
τα χ̌ερόπα τ’ θ’ αγιάζ’νε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγούρ’νέοι άνδρες
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατάαυτά
ατείν’αυτοί
ατουντους
ατουνούςαυτούς
βάλλ’νεβάζουν
γυναίκ’ςγυναίκες
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
έγκανεέφεραν
εθαρρούνθαρρούν, νομίζουν, υποθέτουν
είμεςείμαστε
είν’(για πληθ.) είναι
εντροπήνντροπή
επιδέβανέφυγαν, άφησαν πίσω, προσπέρασαν, ξεπέρασαν
ερρούξανέπεσαν
ερρούξανεέπεσαν
ευρίουντανβρίσκονται
εχωρίγανεχώρισαν, χωρίστηκαν
ήμαρταήμαρτον, δηλωτικό μετάνοιας, από τον αόριστο β΄ του αρχαίου ρήματος ἁμαρτάνω (αμάρτησα), έκφ. έλα σα ήμαρτα=μετανόησε
ήντι͜ανοτιδήποτε, ό,τι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαίγ’νεκλαίνε
κλώσκουνγυρίζουν, επιστρέφουν
κοιμούντανκοιμούνται
νέικανεαρά, νεανικά
νουνίζ’νεσκέφτονται
ξάικαθόλου
ξανπάλι, ξανά
όλιαόλα
όλιονόλο, ολόκληρο
οσπίτι͜ασπίτια hospitium<hospes
πάγ’νεπηγαίνουν, έφυγαν, πάνε
παιδίαπαιδιά
παίζ’νεπαίζουν
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
τιδέντίποτα
τουντους
τρομάζ’νετρέμουν
τσοιτους/τις
’φτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
’φτάνε(ευτάνε) κάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
φτιλακίζ’νεσπαρταρούν, πάλλονται γρήγορα
χ̌ερόπαχεράκια
χαλάν’νχαλάνε, καταστρέφουν
χαλάν’νεχαλούν, καταστρέφουν
χαμάλτς(ον. ενικ) χαμάλης, αχθοφόρος, (αιτ.πληθ.) χαμάληδες, αχθοφόροι hamal/ḥammāl
χωρίουντανχωρίζονται, ξεχωρίζουν
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγούρ’νέοι άνδρες
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατάαυτά
ατείν’αυτοί
ατουντους
ατουνούςαυτούς
βάλλ’νεβάζουν
γυναίκ’ςγυναίκες
δουλείας(ονομ. πληθ.) δουλειές, (γεν. ενικ.) δουλειάς
έγκανεέφεραν
εθαρρούνθαρρούν, νομίζουν, υποθέτουν
είμεςείμαστε
είν’(για πληθ.) είναι
εντροπήνντροπή
επιδέβανέφυγαν, άφησαν πίσω, προσπέρασαν, ξεπέρασαν
ερρούξανέπεσαν
ερρούξανεέπεσαν
ευρίουντανβρίσκονται
εχωρίγανεχώρισαν, χωρίστηκαν
ήμαρταήμαρτον, δηλωτικό μετάνοιας, από τον αόριστο β΄ του αρχαίου ρήματος ἁμαρτάνω (αμάρτησα), έκφ. έλα σα ήμαρτα=μετανόησε
ήντι͜ανοτιδήποτε, ό,τι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαίγ’νεκλαίνε
κλώσκουνγυρίζουν, επιστρέφουν
κοιμούντανκοιμούνται
νέικανεαρά, νεανικά
νουνίζ’νεσκέφτονται
ξάικαθόλου
ξανπάλι, ξανά
όλιαόλα
όλιονόλο, ολόκληρο
οσπίτι͜ασπίτια hospitium<hospes
πάγ’νεπηγαίνουν, έφυγαν, πάνε
παιδίαπαιδιά
παίζ’νεπαίζουν
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
τιδέντίποτα
τουντους
τρομάζ’νετρέμουν
τσοιτους/τις
’φτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
’φτάνε(ευτάνε) κάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
φτιλακίζ’νεσπαρταρούν, πάλλονται γρήγορα
χ̌ερόπαχεράκια
χαλάν’νχαλάνε, καταστρέφουν
χαλάν’νεχαλούν, καταστρέφουν
χαμάλτς(ον. ενικ) χαμάλης, αχθοφόρος, (αιτ.πληθ.) χαμάληδες, αχθοφόροι hamal/ḥammāl
χωρίουντανχωρίζονται, ξεχωρίζουν
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
Κλείστεν τα καφενεία

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost