.
.
Ποντιακά δίστιχα της ξενιτειάς

Το Πολυτεχνείον

Το Πολυτεχνείον
fullscreen
Ευτάν’ το πραξικόπημαν
και καν’νάν ’κι ορωτούνε
Εφτά χρόνια ολόκληρα
αρ’ ατείν’ κυβερνούνε

Αρ’ ατείν’ εκυβέρναναν
με βίαν και νοθείαν
Εφτά χρόνια ολόκληρα
είχαμ’ δικτατορίαν

Την Ελλάδαν αρ’ έπαιζαν
ατείν’ άμον λαχείον
Ενέσπαλαμ’ ντ’ εποίκανε
και σο Πολυτεχνείον

Παπαδόπουλον διατάζ’
από ’πέσ’ ’ς σο Υπουργείον
Τα άρματα να ξεκινούν
για το Πολυτεχνείον

Τα άρματα ξεκίνησαν,
ολήγορα πα πάγ’νε
Παιδία επαλαλώθανε
’κι ’ξέρ’νε ντό θα ’φτάγ’νε

Οι φοιτηταί τσ̌άζ’ν’ και κουίζ’ν’,
θέλ’νε δημοκρατίαν
Τα άρματα ερχίνεσαν
την αιματοχυσίαν

Τα αίματα εξεχείλτσανε,
άσφαλτον εγομώθεν
Τ’ εφημερίδας έγραφταν
κανείς πως ’κ’ εσκοτώθεν

Τραυματισμέντς και σκοτωμέντς
εβγάλλ’ν’ με τα φορεία
Εγόμωσαν τα μνήματα
και τα νοσοκομεία

Τσοι σκοτωμέντς σα μνήματα,
τσ’ άλλτς σο νοσοκομείον
Αέτσ’ πα ετελείωσαν
με το Πολυτεχνείον

Ντ’ εποίκες, Παπαδόπουλε;
ο κόσμος βλαστημά σε!
Πνευματικός ’κ’ ευρίεται
εσέν να συχωρά σε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αέτσ’έτσι
άλλτςάλλους
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
άρματαόπλα armum
ατείν’αυτοί
εγομώθενγέμισε
εγόμωσανγέμισαν
εκυβέρνανανκυβερνούσαν
ενέσπαλαμ’ξεχάσαμε
εξεχείλτσανε(αδόκ. τύπος) ξεχείλισαν
επαλαλώθανετρελάθηκαν
εποίκανεέκαναν, έφτιαξαν ποιέω-ῶ
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
ερχίνεσανάρχισαν
εσκοτώθενσκοτώθηκε
ευρίεταιβρίσκεται
ευτάν’κάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
θέλ’νεθέλουν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καν’νάνκανέναν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κουίζ’ν’φωνάζουν, λαλούνε, καλούνε κπ ονομαστικά
’ξέρ’νε(εξέρ’νε) ξέρουν, γνωρίζουν
ολήγοραγρήγορα
ορωτούνερωτούν
παπάλι, επίσης, ακόμα
πάγ’νεπηγαίνουν, έφυγαν, πάνε
παιδίαπαιδιά
’πέσ’(απέσ’) μέσα
’ς(ας) από
σκοτωμέντςσκοτωμένους
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
τσοιτους/τις
’φτάγ’νε(ευτάγ'νε) κάνουνε, φτιάχνουνε εὐθειάζω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αέτσ’έτσι
άλλτςάλλους
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
άρματαόπλα armum
ατείν’αυτοί
εγομώθενγέμισε
εγόμωσανγέμισαν
εκυβέρνανανκυβερνούσαν
ενέσπαλαμ’ξεχάσαμε
εξεχείλτσανε(αδόκ. τύπος) ξεχείλισαν
επαλαλώθανετρελάθηκαν
εποίκανεέκαναν, έφτιαξαν ποιέω-ῶ
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
ερχίνεσανάρχισαν
εσκοτώθενσκοτώθηκε
ευρίεταιβρίσκεται
ευτάν’κάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
θέλ’νεθέλουν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καν’νάνκανέναν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κουίζ’ν’φωνάζουν, λαλούνε, καλούνε κπ ονομαστικά
’ξέρ’νε(εξέρ’νε) ξέρουν, γνωρίζουν
ολήγοραγρήγορα
ορωτούνερωτούν
παπάλι, επίσης, ακόμα
πάγ’νεπηγαίνουν, έφυγαν, πάνε
παιδίαπαιδιά
’πέσ’(απέσ’) μέσα
’ς(ας) από
σκοτωμέντςσκοτωμένους
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
τσοιτους/τις
’φτάγ’νε(ευτάγ'νε) κάνουνε, φτιάχνουνε εὐθειάζω
Το Πολυτεχνείον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost