.
.
Χ̌ελιδόν’ σον ουρανόν

Με το ρακίν ενίφτεν

fullscreen
Τρία ημέρας ’κι νυστάζ’,
με το ρακίν ενίφτεν
Με το πιρόν’ πώς να χορτάζ’;
φέρτε͜ ατον την πιρρίφτεν

Ν’ αηλί εσέν, δεξάμενε,
ν’ αηλί τ’ εσά τα χάλι͜α
Το τοξάρι σ’ άμον χουζάρ’,
τα δάχτυλα σ’ κοπάλι͜α

Έναν μηλόπον κόκκινον,
εύρα ’πάν’ σα βρατέρι͜α
Εθέλεσα να τρώ’ ατο
ὰμα, πού μασοτέρι͜α;

Πώς γίνεται ο άνθρωπον
όντες φορεί μασέλαν!
Τζόκεϊ¹ απάν’ σο άλογον
που ’κι φορεί τη σέλαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ὰμααλλά ama/ammā
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
βρατέρι͜ατο δειλινό
εθέλεσαθέλησα
ενίφτεννίφτηκε, πλύθηκε
εσάδικά σου/σας
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοπάλι͜ακόπανοι
μασοτέρι͜αδόντια μασητήρες
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όντεςόταν
’πάν’(απάν’) πάνω
πιρόν’πιρούνι
πιρρίφτενφουρνόφτυαρο ή φουρνόξυλο, ξύλινο φτυάρι με μακρύ κοντάρι για την τοποθέτηση ψωμιών και ταψιών στον φούρνο και εξαγωγή τους από αυτόν ἐπί + ῥίπτω
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
χουζάρ’πριόνι hızar<ḫarās
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ὰμααλλά ama/ammā
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
βρατέρι͜ατο δειλινό
εθέλεσαθέλησα
ενίφτεννίφτηκε, πλύθηκε
εσάδικά σου/σας
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοπάλι͜ακόπανοι
μασοτέρι͜αδόντια μασητήρες
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όντεςόταν
’πάν’(απάν’) πάνω
πιρόν’πιρούνι
πιρρίφτενφουρνόφτυαρο ή φουρνόξυλο, ξύλινο φτυάρι με μακρύ κοντάρι για την τοποθέτηση ψωμιών και ταψιών στον φούρνο και εξαγωγή τους από αυτόν ἐπί + ῥίπτω
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
χουζάρ’πριόνι hızar<ḫarās
Σημειώσεις
¹ Ακούγεται εκ παραδρομής να τραγουδάει «τζόκερ» αντί του ορθού τζόκεϊ (αγγλ. jockey=αναβάτης)

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost