.
.
Χ̌ελιδόν’ σον ουρανόν

Ήλιος είσαι κι ημέρα

Στιχουργοί: Μάκης Πετρίδης
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Στιχουργοί: Μάκης Πετρίδης
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Άμον φέγγος παρλαεύ’ς
ας σ’ οσπίτ’ ι-σ’ όντας ’βγαίντς
Για τ’ εσέν λύουνταν ψ̌ήα
ας ση μαχαλά σ’ παιδία

Φωταχτέρα μ’, φωταχτέρα μ’,
ήλιος είσαι και ημέρα
Για τ’ εσέν καρδοπονώ
Έλα, άλλο ’κ’ επορώ

Τα μαλλία σ’ τσ̌ιτσ̌εκλία
κείντανε απάν’ σ’ ωμία σ’
Έλα, ευτάγ’ ατα πλεκάδι͜α
απάν’ σα ψηλά παρχάρι͜α

Φωταχτέρα μ’, φωταχτέρα μ’,
ήλιος είσαι και ημέρα
Για τ’ εσέν καρδοπονώ
Έλα, άλλο ’κ’ επορώ

Κορδυλι͜άεται το ψ̌όπο μ’,
λύουμαι άμον κερόπον
Για τ’ εσόν-α τη σεβτάν
γίνουμαι γεσίρ’ ολάν

Φωταχτέρα μ’, φωταχτέρα μ’,
ήλιος είσαι και ημέρα
Για τ’ εσέν καρδοπονώ
Έλα, άλλο ’κ’ επορώ
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ατααυτά
’βγαίντςβγαίνεις
γεσίρ’κυριολ. αιχμάλωτος μτφ. ταλαίπωρος, αυτός που έχει υποστεί κακουχίες esir
γίνουμαιγίνομαι
επορώμπορώ
εσόνδικός/ή/ό σου
ευτάγ’κάνω/ει, φτιάχνω/ει εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κείντανεκείτονται, ξαπλώνουν
κερόπονκεράκι
κορδυλι͜άεταιγίνεται κόμπος, μπλέκεται, περιπλέκεται κορδύλη (=ρόπαλο, εξόγκωμα)
λύουμαιλιώνω
λύουντανλιώνουν
μαχαλάγειτονιά mahalle/maḥalle
ολάνβρε, βρε συ
όνταςόταν
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
παιδίαπαιδιά
παρλαεύ’ςλάμπεις, λαμποκοπάς parlamak
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
πλεκάδι͜α(πληθ.) πλεκάδιν = στενή μακρά υφαντή ζώνη γυναικών
σεβτάναγάπη, έρωτα sevda/sevdā
τσ̌ιτσ̌εκλίαανθισμένα, γεμάτα άνθη, ανθηρά çiçekli
φέγγοςφεγγάρι
φωταχτέρααπαστράπτουσα, λαμπερή, μτφ. όμορφη
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ψ̌όποψυχούλα
ωμίαώμοι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ατααυτά
’βγαίντςβγαίνεις
γεσίρ’κυριολ. αιχμάλωτος μτφ. ταλαίπωρος, αυτός που έχει υποστεί κακουχίες esir
γίνουμαιγίνομαι
επορώμπορώ
εσόνδικός/ή/ό σου
ευτάγ’κάνω/ει, φτιάχνω/ει εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κείντανεκείτονται, ξαπλώνουν
κερόπονκεράκι
κορδυλι͜άεταιγίνεται κόμπος, μπλέκεται, περιπλέκεται κορδύλη (=ρόπαλο, εξόγκωμα)
λύουμαιλιώνω
λύουντανλιώνουν
μαχαλάγειτονιά mahalle/maḥalle
ολάνβρε, βρε συ
όνταςόταν
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
παιδίαπαιδιά
παρλαεύ’ςλάμπεις, λαμποκοπάς parlamak
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
πλεκάδι͜α(πληθ.) πλεκάδιν = στενή μακρά υφαντή ζώνη γυναικών
σεβτάναγάπη, έρωτα sevda/sevdā
τσ̌ιτσ̌εκλίαανθισμένα, γεμάτα άνθη, ανθηρά çiçekli
φέγγοςφεγγάρι
φωταχτέρααπαστράπτουσα, λαμπερή, μτφ. όμορφη
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ψ̌όποψυχούλα
ωμίαώμοι

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost