.
.
Τραγούδια και σκοποί του Πόντου | Ζωντανή ηχογράφηση ΘΕΑΤΡΟ ΠΑΛΛΑΣ

Ας είχα τη σαΐτα μ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ας είχα τη σαΐτα μ’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ας είχα την σαΐτα μ’
κι αργυρόν τοξάρ’!
Σον ουρανόν εβγαίνα,
τ’ άστρα ετόξευα
Τους ήλτς και τους φεγγάρους,
όλτς θ’ ετάραζα

Ασ’ όλιων κακοτόπι͜α
αρ’ του ήλονος
Σεράντα πόρτας είχ̌εν,
όλια σίδερα
κι έναν μικρόν πορτόπον
διπλοχάλκενον
Σαράντα πέντ’ μαστόροι
πολεμούν ατο
Ούτ’ επορούν κι ανοίγ’νε,
ούτε αφήν’ α̤το

-Ντό δί’τε με, μαστόροι,
και ν’ ανοίγ’ ατα;

-Τη μέραν τρία κάστρα
κι άσπρον άλογον
κι έναν κὰτ’ φορεσίας,
αν ανοί͜εις ατα

Ανοίγω τ’ έναν τέγκιν
Ωχ! Ν’ αηλί εμέν!
Απέσ’ γομάτον αίμαν,
ασπαλώ ατο

Ανοίγω τ’ άλλον τέγκιν
Ωχ! Ν’ αηλί εμέν!
Απέσ’ γομάτο στούδι͜α,
ασπαλώ ατο

Ανοίγω τ’ άλλον τέγκιν
Ωχ! Νασάν εμέν!
Έμορφος κόρ’ κοιμάται,
να λελεύ’ ατεν!
Έμορφος κόρ’ κοιμάται,
να λελεύ’ ατεν!

Κουίζ’ ατεν και ’κι αγνεφί͜ει
Ωχ! Ν’ αηλί εμέν!
Τσιμπίζ’ ατεν, ’κι σ’κούται
Ντό να ’ίνουμαι;
Κλίσκουμαι να φιλώ ατεν,
Ωχ! Νασάν εμέν!
Ατέ λαγγεύ’ και σ’κούται,
να λελεύ’ ατεν!
Ατέ λαγγεύ’ και σ’κούται
να λε-να λελεύ’ ατεν!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγνεφί͜ειξυπνάει
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ανοί͜ειςανοίγεις
ανοίγ’νεανοίγουν
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ασ’από
ασπαλώσφαλίζω κτ, κλείνω κτ εντελώς/πολύ καλά
ατααυτά
ατέαυτή
ατεναυτήν
αφήν’αφήνει
γομάτογεμάτο
γομάτονγεμάτο/η
δί’τεδίνετε
έμορφοςόμορφος/η
επορούνμπορούν
ετάραζαανεμείγνυα, ανακάτευα, έμπλεκα
ετόξευαέριχνα βέλος (και πετύχαινα κπ, τον χτυπούσα)
ήλονοςήλιου
ήλτςήλιους
’ίνουμαιγίνομαι
κὰτ’επίπεδο, στρώση, σωρός kat
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλίσκουμαισκύβω, κλίνω
κουίζ’φωνάζω/ει, λαλώ/εί, καλώ/εί κπ ονομαστικά
λαγγεύ’πηδάω/ει लङ्घ (laṅgh)
λελεύ’χαίρομαι/εται
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νασάνχαρά σε
όλιαόλα
όλτςόλους
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
σεράντασαράντα
σ’κούταισηκώνεται
στούδι͜αοστά, κόκκαλα ὀστοῦν~οστούδιον
τέγκινμεγάλο δέμα, μπόγος denk/tang
τοξάρ’δοξάρι
τσιμπίζ’τσιμπάω/ει
φεγγάρουςφεγγάρια
φορεσίας(γεν. εν.) φορεσιάς, (ονομ. πληθ.) φορεσιές
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγνεφί͜ειξυπνάει
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ανοί͜ειςανοίγεις
ανοίγ’νεανοίγουν
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ασ’από
ασπαλώσφαλίζω κτ, κλείνω κτ εντελώς/πολύ καλά
ατααυτά
ατέαυτή
ατεναυτήν
αφήν’αφήνει
γομάτογεμάτο
γομάτονγεμάτο/η
δί’τεδίνετε
έμορφοςόμορφος/η
επορούνμπορούν
ετάραζαανεμείγνυα, ανακάτευα, έμπλεκα
ετόξευαέριχνα βέλος (και πετύχαινα κπ, τον χτυπούσα)
ήλονοςήλιου
ήλτςήλιους
’ίνουμαιγίνομαι
κὰτ’επίπεδο, στρώση, σωρός kat
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλίσκουμαισκύβω, κλίνω
κουίζ’φωνάζω/ει, λαλώ/εί, καλώ/εί κπ ονομαστικά
λαγγεύ’πηδάω/ει लङ्घ (laṅgh)
λελεύ’χαίρομαι/εται
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νασάνχαρά σε
όλιαόλα
όλτςόλους
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
σεράντασαράντα
σ’κούταισηκώνεται
στούδι͜αοστά, κόκκαλα ὀστοῦν~οστούδιον
τέγκινμεγάλο δέμα, μπόγος denk/tang
τοξάρ’δοξάρι
τσιμπίζ’τσιμπάω/ει
φεγγάρουςφεγγάρια
φορεσίας(γεν. εν.) φορεσιάς, (ονομ. πληθ.) φορεσιές
Ας είχα τη σαΐτα μ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost