Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ξένε μ’, ξενιτεμένε μ’ κι ανεγνώριμε που πορπατείς σα ξένα, σα ξένα σ’ ανεγνώριμα Έγια μόλα, έγια μόλα, ήρθαν τα καράβια όλα στων Πλατάνων τον λιμιώνα Εγώ εδώ σα ξένα υπαντρεύτηκα Και πήρα φραγκοπούλα, κι ήταν μάγισσα Έγια μόλα, έγια μόλα, ήρθαν τα καράβια όλα στων Πλατάνων τον λιμιώνα Μαγεύει τα καράβια και την θάλασσαν Μαγεύ’ κι εμέν τον ξένον τον αλόξενον Έγια μόλα, έγια μόλα, ήρθαν τα καράβια όλα στων Πλατάνων τον λιμιώνα
| Κείμενο | Επεξήγηση | Ετυμ. Ρίζα | Προέλευση |
|---|---|---|---|
| αλόξενον | εντελώς ξένο, απομακρυσμένο | με τροπή του ο σε α, από το όλος + ξένος | |
| ανεγνώριμα | μη γνώριμα, άγνωστα, ξένα | ||
| ανεγνώριμε | μη γνώριμε, άγνωστε | ||
| έγια μόλα | ρυθμικό παράγγελμα για να τραβούν κουπί οι βαρκάρηδες· συνήθως συμπληρώνεται από το έγια λέσα | έγια + ιταλ. molla, προστ. του mollare | |
| πορπατείς | περπατάς |
| Κείμενο | Επεξήγηση | Ετυμ. Ρίζα | Προέλ. |
|---|---|---|---|
| αλόξενον | εντελώς ξένο, απομακρυσμένο | με τροπή του ο σε α, από το όλος + ξένος | |
| ανεγνώριμα | μη γνώριμα, άγνωστα, ξένα | ||
| ανεγνώριμε | μη γνώριμε, άγνωστε | ||
| έγια μόλα | ρυθμικό παράγγελμα για να τραβούν κουπί οι βαρκάρηδες· συνήθως συμπληρώνεται από το έγια λέσα | έγια + ιταλ. molla, προστ. του mollare | |
| πορπατείς | περπατάς |
