.
.
Βάλλω την σ̌άπκα μ’ ζαρωτά

Τα στράτας ντ’ επορπάτεσα

Τα στράτας ντ’ επορπάτεσα
fullscreen
Ο ουρανόν εδίπλασεν
κι ο φέγγον επϊάστεν
Τη Παραδεισί’ το πουλί μ’
σα ξένα εβραδι͜άστεν

Ποτάμ’, θα καταρούμαι σε
να ’ίνεσαι ορμόπον
Θα σ̌κίζω και δι͜αβαίνω σε
πάω ελέπω τ’ αρνόπο μ’

Αρνί μ’, ση στράταν ντο πατείς
την πόδα σ’ εγνωρίζω
Όντες ’κ’ ελέπω σε -ν- εγώ
καίγουμαι και βρουλίζω

Τα στράτας ντ’ επορπάτεσα,
τα γέφυρας ντ’ εδέβα
Τα κορτσόπα ντ’ εγάπανα
αρ’ ούλια -ν- επιδέβα

Κορτσόπον ανημέρωτον
πότε θα ημερούσαι;
Και μετ’ εμέν το παλληκάρ’,
πότε θα στεφανούσαι;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ανημέρωτονμη εξημερωμένο
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
βρουλίζωαναδίδω φλόγα, φλέγομαι, καίγομαι brûler
δι͜αβαίνω(για τόπο) περνώ, διασχίζω, (για χρόνο) περνώ διαβαίνω
εβραδι͜άστενβραδιάστηκε
εγάπανααγαπούσα
εδέβα(για τόπο) πέρασα, διέσχισα (για χρόνο) πέρασα διαβαίνω
εδίπλασεν(αμεταβ.) διπλασιάστηκε, (μεταβ.) διπλασίασε
ελέπωβλέπω
επϊάστενπιάστηκε
επιδέβαέφυγα, άφησα πίσω, προσπέρασα, ξεπέρασα
επορπάτεσαπερπάτησα
ημερούσαιημερεύεις, ησυχάζεις
’ίνεσαιγίνεσαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καίγουμαικαίομαι
καταρούμαικαταριέμαι
κορτσόπακοριτσάκια
κορτσόπονκοριτσάκι
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
όντεςόταν
ορμόπονμικρό ρυάκι/μικρή ρεματιά
ούλιαόλα
παραδεισί’παραδείσου
πατείςπατάς
πόδαίχνος, πατημασιά, βήμα
ποτάμ’ποτάμι
στεφανούσαιστεφανώνεσαι
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
φέγγονφεγγάρι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ανημέρωτονμη εξημερωμένο
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
βρουλίζωαναδίδω φλόγα, φλέγομαι, καίγομαι brûler
δι͜αβαίνω(για τόπο) περνώ, διασχίζω, (για χρόνο) περνώ διαβαίνω
εβραδι͜άστενβραδιάστηκε
εγάπανααγαπούσα
εδέβα(για τόπο) πέρασα, διέσχισα (για χρόνο) πέρασα διαβαίνω
εδίπλασεν(αμεταβ.) διπλασιάστηκε, (μεταβ.) διπλασίασε
ελέπωβλέπω
επϊάστενπιάστηκε
επιδέβαέφυγα, άφησα πίσω, προσπέρασα, ξεπέρασα
επορπάτεσαπερπάτησα
ημερούσαιημερεύεις, ησυχάζεις
’ίνεσαιγίνεσαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καίγουμαικαίομαι
καταρούμαικαταριέμαι
κορτσόπακοριτσάκια
κορτσόπονκοριτσάκι
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
όντεςόταν
ορμόπονμικρό ρυάκι/μικρή ρεματιά
ούλιαόλα
παραδεισί’παραδείσου
πατείςπατάς
πόδαίχνος, πατημασιά, βήμα
ποτάμ’ποτάμι
στεφανούσαιστεφανώνεσαι
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
φέγγονφεγγάρι
Τα στράτας ντ’ επορπάτεσα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost