.
.
Βάλλω την σ̌άπκα μ’ ζαρωτά

Αηλί εμέν εγέρασα

Αηλί εμέν εγέρασα
fullscreen
Αρνί μ’, σα χ̌έρι͜α σ’ εγράστεν
τ’ ώρας ι-μ’ το κιοστέκ’ -ι
Έπαρ’ με -ν- σ’ εγκαλόπο σου,
η ψ̌η μ’ εβγαίν’ και στέκει

Ας σο δρανί σ’ από ’πάν’ κέσ’
δι͜αβαίνω, αντιδι͜αβαίνω
’Κι λες ας σο χατίρ’ν εθε
«οξ̌ώκα -ν- ας εβγαίνω»

Ν’ αηλί εμέν εγέρασα,
σα μεσοστράτι͜α επέμ’να
Για τ’ έναν κόρ’ και μαναχόν
εσ̌άσ̌εψα κι επέμ’να

Τ’ άλλα τα στράτας άν’ πάγ’νε,
τ’ άλλα κα’, τ’ άλλ’ ομάλια
Τ’ εμόν του καρίπ’ η στράτα
νέ κα’ πάει, νέ ομάλια
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άν’άνω, πάνω, άνωθεν
αντιδι͜αβαίνωξαναπερνώ, πηγαινοέρχομαι
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
δι͜αβαίνω(για τόπο) περνώ, διασχίζω, (για χρόνο) περνώ διαβαίνω
δρανίφεγγίτης, άνω μέρος στέγης, οριζόντια στέγη σπιτιού
εβγαίν’βγαίνει
εγέρασαγέρασα
εγκαλόποαγκαλιά, αγκαλίτσα
εγράστενφθάρηκε, έλιωσε γράνω/γραίνω (=ροκανίζω, κατατρώγω)
εθετου/της
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έπαρ’(προστ.) πάρε
επέμ’νααπόμεινα
εσ̌άσ̌εψασάστισα, τα έχασα şaşmak
κα’κάτω
καρίπ’μοναχικό, ορφανό, εξαθλιωμένο garip/ġarīb
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιοστέκ’αλυσίδα που είναι προσαρτημένη στο τέλος ενός ρολογιού köstek/kūstak (Nişanyan)
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μεσοστράτι͜αμέση των δρόμων
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νέούτε ne
ομάλιαομαλοί δρόμοι, ευθείες, πεδιάδες, ομαλά (επίρρ)
πάγ’νεπηγαίνουν, έφυγαν, πάνε
’πάν’(απάν’) πάνω
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
χατίρ’νχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ψ̌ηψυχή
ώραςώρες
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άν’άνω, πάνω, άνωθεν
αντιδι͜αβαίνωξαναπερνώ, πηγαινοέρχομαι
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
δι͜αβαίνω(για τόπο) περνώ, διασχίζω, (για χρόνο) περνώ διαβαίνω
δρανίφεγγίτης, άνω μέρος στέγης, οριζόντια στέγη σπιτιού
εβγαίν’βγαίνει
εγέρασαγέρασα
εγκαλόποαγκαλιά, αγκαλίτσα
εγράστενφθάρηκε, έλιωσε γράνω/γραίνω (=ροκανίζω, κατατρώγω)
εθετου/της
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έπαρ’(προστ.) πάρε
επέμ’νααπόμεινα
εσ̌άσ̌εψασάστισα, τα έχασα şaşmak
κα’κάτω
καρίπ’μοναχικό, ορφανό, εξαθλιωμένο garip/ġarīb
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιοστέκ’αλυσίδα που είναι προσαρτημένη στο τέλος ενός ρολογιού köstek/kūstak (Nişanyan)
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μεσοστράτι͜αμέση των δρόμων
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νέούτε ne
ομάλιαομαλοί δρόμοι, ευθείες, πεδιάδες, ομαλά (επίρρ)
πάγ’νεπηγαίνουν, έφυγαν, πάνε
’πάν’(απάν’) πάνω
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
χατίρ’νχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ψ̌ηψυχή
ώραςώρες
Αηλί εμέν εγέρασα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost