.
.
Βάλλω την σ̌άπκα μ’ ζαρωτά

Μικρός έμ’νε κι επάντρεψα/Καλανταρί’ ερρώστεσα

Μικρός έμ’νε κι επάντρεψα/Καλανταρί’ ερρώστεσα
fullscreen
Μικρός έμ’νε κι επάντρεψα,
εύκαιρα πώς ευρέθα;
Ατέ για τ’ εμέν ’κι έτονε,
για άλλεν εγεννέθα

Αρνί μ’, μεσανυχτί’ έλα
εμείς ας ανταμούμες
Αν θέλτς ευτάμε παρακάθ’,
αν θέλτς πάμε κοιμούμες

Κόρ’ ας σο σπαλερόπο σου
τα δέματα σ’ ελύαν
Τα καταρράχτι͜α τ’ ουρανού
εθάρρεσα ενοίαν

Η ψ̌η την ψ̌ην όντες ’κι θέλ’
ποπά, ντό στεφανώνεις;
Δύο μαχ̌αίρια δίκοπα
ντό θέλτς και ανταμώνεις;

Καλανταρί’ ερρώστεσα
κι ερωτάς για τ’ όποιον;
Όλο̤ν ντ’ εκείμ’νε μαναχός
και -ν- έτρωγα το κρύον

Θεέ μ’, δος με υπομονήν
ντο είχα ετελέθεν
Σ’ όλα τα τέρτι͜α εβάσταξεν
ση σεβντάν ’κ’ εκανέθεν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άλλενάλλη
ανταμούμεςανταμώνουμε
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατέαυτή
για τ’ όποιονγια ποιό λόγο;
δοςδώσε
εβάσταξενβάσταξε, άντεξε
εγεννέθαγεννήθηκα
εθάρρεσαθεώρησα, πίστεψα
εκανέθενήταν αρκετό/ή, επάρκεσε για κτ ἱκανόω
εκείμ’νεκειτόμουν, ξάπλωνα
ελύανλύθηκαν, έλιωσαν
έμ’νεήμουν
ενοίαν(αμετάβ.) άνοιξαν
επάντρεψαπαντρεύτηκα
ερρώστεσααρρώστησα
ερωτάςρωτάς
ετελέθεν(αμτβ.) τελείωσε, εξαντλήθηκε, μτφ. πέθανε
έτονεήταν
εύκαιραάδεια, χωρίς περιεχόμενο/νόημα, ανούσια, μτφ. ανοησίες, (ουσ. τα) τα μαλακά μέρη της κοιλίας, βουβώνας
ευρέθαβρέθηκα
ευτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
θέλτςθέλεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
Καλανταρί’(γεν.) Γενάρη
καταρράχτι͜ακαταρράχτες
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοιμούμεςκοιμόμαστε
μαναχόςμοναχός, μόνος
μεσανυχτί’την ώρα του μεσονυχτίου
όντεςόταν
παρακάθ’συνάθροιση, ολονυχτία
ποπάπαπά
σεβντάναγάπη, έρωτα sevda/sevdā
σπαλερόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
ψ̌ηψυχή
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άλλενάλλη
ανταμούμεςανταμώνουμε
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατέαυτή
για τ’ όποιονγια ποιό λόγο;
δοςδώσε
εβάσταξενβάσταξε, άντεξε
εγεννέθαγεννήθηκα
εθάρρεσαθεώρησα, πίστεψα
εκανέθενήταν αρκετό/ή, επάρκεσε για κτ ἱκανόω
εκείμ’νεκειτόμουν, ξάπλωνα
ελύανλύθηκαν, έλιωσαν
έμ’νεήμουν
ενοίαν(αμετάβ.) άνοιξαν
επάντρεψαπαντρεύτηκα
ερρώστεσααρρώστησα
ερωτάςρωτάς
ετελέθεν(αμτβ.) τελείωσε, εξαντλήθηκε, μτφ. πέθανε
έτονεήταν
εύκαιραάδεια, χωρίς περιεχόμενο/νόημα, ανούσια, μτφ. ανοησίες, (ουσ. τα) τα μαλακά μέρη της κοιλίας, βουβώνας
ευρέθαβρέθηκα
ευτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
θέλτςθέλεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
Καλανταρί’(γεν.) Γενάρη
καταρράχτι͜ακαταρράχτες
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοιμούμεςκοιμόμαστε
μαναχόςμοναχός, μόνος
μεσανυχτί’την ώρα του μεσονυχτίου
όντεςόταν
παρακάθ’συνάθροιση, ολονυχτία
ποπάπαπά
σεβντάναγάπη, έρωτα sevda/sevdā
σπαλερόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
ψ̌ηψυχή
ψ̌ηνψυχή
Μικρός έμ’νε κι επάντρεψα/Καλανταρί’ ερρώστεσα
Σημειώσεις
¹ «ευρέθα εύκαιρα»: ενήργησα ασυλλόγιστα, απερίσκεπτα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost