.
.
Μάνα, τ’ όνομα σ’ τρανόν

Μάνα, μη κλαις

Μάνα, μη κλαις
fullscreen
Μάνα, μη κλαις και μη πονείς
ντο χάντς εσύ τ’ αρνόπο σ’
Ποίσον τρανόν υπομονήν
και σπίγγ’σον το καρδόπο σ’

Ν’ αηλί εμέν, μανίτσα μου,
το γιατρικόν ’κ’ ευρέθεν
Τα γόνατα μ’ ξάι ’κι κρατούν,
τακάτι μ’ ετελέθεν

Έρθαν αγγέλ’ από ψηλά
το ψ̌όπο μ’ για να παίρ’νε
Αψέστεν το καντηλόπο μ’,
οπίσ’ καν’νάν ’κι φέρ’νε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγγέλ’(ονομ. πληθ.) άγγελοι, (γεν.) αγγέλου
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
αψέστεν(προστ.) ανάψτε
έρθανήρθαν
ετελέθεν(αμτβ.) τελείωσε, εξαντλήθηκε, μτφ. πέθανε
ευρέθενβρέθηκε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καν’νάνκανέναν
καντηλόποκαντηλάκι
καρδόποκαρδούλα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρατούνκρατάνε στο χέρι, βαστάνε, αντέχουν, συγκρατούν, διαρκούν
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ξάικαθόλου
οπίσ’πίσω
παίρ’νεπαίρνουν
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
σπίγγ’σον(προστ.) σφίξε
τακάτιδύναμη, αντοχή takat/ṭāḳat
φέρ’νεφέρνουν
χάντςχάνεις, παύεις να έχεις, διώχνεις
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγγέλ’(ονομ. πληθ.) άγγελοι, (γεν.) αγγέλου
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
αψέστεν(προστ.) ανάψτε
έρθανήρθαν
ετελέθεν(αμτβ.) τελείωσε, εξαντλήθηκε, μτφ. πέθανε
ευρέθενβρέθηκε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καν’νάνκανέναν
καντηλόποκαντηλάκι
καρδόποκαρδούλα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρατούνκρατάνε στο χέρι, βαστάνε, αντέχουν, συγκρατούν, διαρκούν
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ξάικαθόλου
οπίσ’πίσω
παίρ’νεπαίρνουν
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
σπίγγ’σον(προστ.) σφίξε
τακάτιδύναμη, αντοχή takat/ṭāḳat
φέρ’νεφέρνουν
χάντςχάνεις, παύεις να έχεις, διώχνεις
ψ̌όποψυχούλα
Μάνα, μη κλαις

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost