.
.
Βάλλω την σ̌άπκα μ’ ζαρωτά

Εγώ τηνάν εγάπανα

Εγώ τηνάν εγάπανα
fullscreen
Ανάθεμα τη γενεά σ’,
αλάι μαλάι το σόι σ’
Έκαψεν και -ν- εμάντσεν με
το τσιβδελίν το πόι σ’

Που καλατσ̌εύ’ σε, ’κι νυστάζ’,
π’ ελέπ’ σε, ’κι κοιμάται
και μετ’ εσέν π’ αχπάσ̌κεται
ση χαμονήν πάει χάται

Εγώ τηνάν εγάπανα
ατώρα εέντον νύφε
Τ’ εξώπορτον εσπόγγιζεν
είδε με και -ν- εκρύφτεν

Ντ’ έμορφα εγιουτούρεψες
τον σταυρόν σην καρδία σ’
’Κι ξέρω, τον σταυρόν φιλώ;
’Κι ξέρω, την καρδία σ’;

Όντες ένοιξες το σπαλέρ’ σ’
κι έδειξες με τα ψ̌ήα σ’
Ατότε εκατέβαζα
Χριστούς και Παναΐας
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλάι μαλάιόλo/α μαζί, εξολοκλήρου alay malay
ατότετότε
ατώρατώρα
αχπάσ̌κεταιαναχωρεί, φεύγει, κινεί για
γενεάγενιά
εγάπανααγαπούσα
εγιουτούρεψεςσυνταίριαξες, προσάρμοσες, ρύθμισες uydurmak
εέντονέγινε
εκρύφτενκρύφτηκε
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εμάντσενμαύρισε/μουντζούρωσε από την καπνιά, κατέστρεψε, κατέκαψε μέχρι καπνιάς
έμορφαόμορφα
ένοιξεςάνοιξες
εξώπορτονεξώπορτα
εσπόγγιζενσκούπιζε
καλατσ̌εύ’μιλάω/ει, συνομιλώ/ει, συζητώ/άει keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νύφενύφη
όντεςόταν
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
σπαλέρ’μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τηνάναυτόν/ην που
τσιβδελίνελκυστικό, ερωτικό cilvelin<cilve
χαμονήνχαμό, όλεθρο
χάταιχάνεται
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλάι μαλάιόλo/α μαζί, εξολοκλήρου alay malay
ατότετότε
ατώρατώρα
αχπάσ̌κεταιαναχωρεί, φεύγει, κινεί για
γενεάγενιά
εγάπανααγαπούσα
εγιουτούρεψεςσυνταίριαξες, προσάρμοσες, ρύθμισες uydurmak
εέντονέγινε
εκρύφτενκρύφτηκε
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εμάντσενμαύρισε/μουντζούρωσε από την καπνιά, κατέστρεψε, κατέκαψε μέχρι καπνιάς
έμορφαόμορφα
ένοιξεςάνοιξες
εξώπορτονεξώπορτα
εσπόγγιζενσκούπιζε
καλατσ̌εύ’μιλάω/ει, συνομιλώ/ει, συζητώ/άει keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νύφενύφη
όντεςόταν
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
σπαλέρ’μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τηνάναυτόν/ην που
τσιβδελίνελκυστικό, ερωτικό cilvelin<cilve
χαμονήνχαμό, όλεθρο
χάταιχάνεται
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
Εγώ τηνάν εγάπανα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost