.
.
Ο Πόντος ζει

Μικρόν αρνόπο μ’, τράνυνον

Μικρόν αρνόπο μ’, τράνυνον
fullscreen
Μικρόν αρνόπο μ’, τράνυνον
[ν’ αηλί εμέν!]
κι εγώ ας μεγαλύνω
[ντό θα ’ίνουμαι;]
Σην Παναΐαν όμνυσα
[ν’ αηλί εμέν!]
το σπαλέρι σ’ θα λύνω
[ντό θα ’ίνουμαι;]

Μικρόν είσαι και ’κ’ εγροικάς,
[ν’ αηλί εμέν!]
ας λέγω σε και ποίσον
[ντό θα ’ίνουμαι;]
Τη νύχταν όντες κείσαι κα’
[ν’ αηλί εμέν!]
το σπαλερόπο σ’ λύσον
[ντό θα ’ίνουμαι;]

Δα̤ρμένεψον το κορτσόπο σ’,
[ν’ αηλί εμέν!]
θεία μ’, μη τυραννί͜εις με
[ντό θα ’ίνουμαι;]
Εγέντον δύο χρόνια κιάν’
[ν’ αηλί εμέν!]
ορθόν λόγον ’κι δί’ με
[ντό θα ’ίνουμαι;]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
δα̤ρμένεψον(προστ.) συμβούλευσε, νουθέτησε μσν. ὁρμηνεύω < αρχ. ἑρμηνεύω
δί’δίνει
εγέντονέγινε
εγροικάςκαταλαβαίνεις
’ίνουμαιγίνομαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κα’κάτω
κείσαικείτεσαι, ξαπλώνεις
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιάν’και άνω, και εξής, και πέρα
κορτσόποκοριτσάκι
λύσον(προστ.) λύσε
μεγαλύνωμεγαλώνω
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όμνυσαορκίστηκα
όντεςόταν
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
σπαλέριμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σπαλερόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τράνυνον(προστ.) (αμεταβ.) μεγάλωσε, (μεταβ.) ανέθρεψε τρανόω-ῶ
τυραννί͜ειςτυραννάς, ταλαιπωρείς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
δα̤ρμένεψον(προστ.) συμβούλευσε, νουθέτησε μσν. ὁρμηνεύω < αρχ. ἑρμηνεύω
δί’δίνει
εγέντονέγινε
εγροικάςκαταλαβαίνεις
’ίνουμαιγίνομαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κα’κάτω
κείσαικείτεσαι, ξαπλώνεις
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιάν’και άνω, και εξής, και πέρα
κορτσόποκοριτσάκι
λύσον(προστ.) λύσε
μεγαλύνωμεγαλώνω
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όμνυσαορκίστηκα
όντεςόταν
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
σπαλέριμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σπαλερόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τράνυνον(προστ.) (αμεταβ.) μεγάλωσε, (μεταβ.) ανέθρεψε τρανόω-ῶ
τυραννί͜ειςτυραννάς, ταλαιπωρείς
Μικρόν αρνόπο μ’, τράνυνον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost