.
.
Πανόραμα ποντιακού τραγουδιού

Ομάλ Τσιμεράς

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ομάλ Τσιμεράς
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ψηλά είν’ τα παράθυρα σ’,
η λάμπα απέσ’ φωτάζει
Σον κόσμον πολλά έμορφα,
εσέν κανείς ’κι ομοι͜άζει

Ση ζουπούνα σ’ να ’ίνουμαι
κουμπίν μαλαματένεν
Ση γούλα σ’ να τυλίουμαι
το μαργαριταρένεν

Τ’ αρνί μ’ ξαν εγκαλιάστε με
αρ’ ας σα μὲσα μ’ κέσ’ -ι
Είμε με «νέπε, πού θα πας;
ας είμες αδά κέσ’ -ι»

♫

Πόσον καιρόν εγράσ̌ευα
με τη φωτογραφία σ’;
’α ’φτάγ’ ατο να καλατσ̌εύ’
κι ακούγω τη λαλία σ’

Εγώ αγαπώ σε κι έρχουμαι
κι εσύ παραμερί͜εις με -ν
Ντόσιλεον καρδόπον έ͜εις;
σίτι͜α γελώ κλαινί͜εις με -ν

Πολλά ψηλά πα μη τερείς,
πολλά ψηλέσσα ’κ’ είσαι
Σ’ εμέτερα ετράνυνες,
εξέρω τίνος είσαι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
’αθα
αδάεδώ
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
γούλαλαιμός gula
έ͜ειςέχεις
εγκαλιάστεαγκάλιασε
εγράσ̌ευα(αμτβ) πάσχιζα, πάλευα uğraşmak
είμεςείμαστε
είν’(για πληθ.) είναι
εμέτεραδικά μας ἡμέτερος
έμορφαόμορφα
έρχουμαιέρχομαι
ετράνυνεςμεγάλωσες, ανατράφηκες τρανόω-ῶ
ζουπούναμακρύ μανικωτό φόρεμα χωρίς ραφή στους ώμους ζιπούνι(ν)<zipon (βενετ.)
’ίνουμαιγίνομαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλατσ̌εύ’μιλάω/ει, συνομιλώ/ει, συζητώ/άει keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καρδόπονκαρδούλα
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαινί͜ειςκάνεις κάποιον να κλάψει, στενοχωρείς
κουμπίνκόμπος κόμβος
λαλίαλαλιά, φωνή
μαλαματένενμαλαματένια/ο, από χρυσάφι μάλαγμα<μαλακός
μαργαριταρένενμαργαριταρένιο
μὲσα(τα) η μέση
νέπεβρε!
ντόσιλεοντί λογής;
ξανπάλι, ξανά
παπάλι, επίσης, ακόμα
παραμερί͜ειςπαραμερίζεις
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σίτι͜ακαθώς, ενώ σόταν<εις όταν
τερείςκοιτάς
τίνοςποιού;
τυλίουμαιτυλίγομαι
’φτάγ’(ευτάγω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
φωτάζειφωτίζει, λάμπει
ψηλέσσαψηλή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
’αθα
αδάεδώ
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
γούλαλαιμός gula
έ͜ειςέχεις
εγκαλιάστεαγκάλιασε
εγράσ̌ευα(αμτβ) πάσχιζα, πάλευα uğraşmak
είμεςείμαστε
είν’(για πληθ.) είναι
εμέτεραδικά μας ἡμέτερος
έμορφαόμορφα
έρχουμαιέρχομαι
ετράνυνεςμεγάλωσες, ανατράφηκες τρανόω-ῶ
ζουπούναμακρύ μανικωτό φόρεμα χωρίς ραφή στους ώμους ζιπούνι(ν)<zipon (βενετ.)
’ίνουμαιγίνομαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλατσ̌εύ’μιλάω/ει, συνομιλώ/ει, συζητώ/άει keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καρδόπονκαρδούλα
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαινί͜ειςκάνεις κάποιον να κλάψει, στενοχωρείς
κουμπίνκόμπος κόμβος
λαλίαλαλιά, φωνή
μαλαματένενμαλαματένια/ο, από χρυσάφι μάλαγμα<μαλακός
μαργαριταρένενμαργαριταρένιο
μὲσα(τα) η μέση
νέπεβρε!
ντόσιλεοντί λογής;
ξανπάλι, ξανά
παπάλι, επίσης, ακόμα
παραμερί͜ειςπαραμερίζεις
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σίτι͜ακαθώς, ενώ σόταν<εις όταν
τερείςκοιτάς
τίνοςποιού;
τυλίουμαιτυλίγομαι
’φτάγ’(ευτάγω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
φωτάζειφωτίζει, λάμπει
ψηλέσσαψηλή
Ομάλ Τσιμεράς

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost