.
.
Πανόραμα ποντιακού τραγουδιού

Σαντάς χορός

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Σαντάς χορός
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Και -ν- ακούσατε παιδία
ντ’ εποίκα την δουλείαν
και -ν- εχπάστα και -ν- επήγα
και σο καφέν σου Πιστόφ’

Εκεί κάμποσον εκάτσα
και -ν- εσ’κώθα και -ν- ευχέθα
«Τάη,» είπα, «ο Θεός
να χαρί͜ει σε τον υιό σ’»

-«Ντό λες» είπε με «καημένε;
Τραγουδείς, τσ̌ουλνταρεμένε!
Τα παράδες αν ’κι δί’ς
θα βάλω σε σο χαπίς»

Εχάλασα σο τσεπόπο μ’
εύρα έναν καπεκόπον
Έπλωσα ’τον την παράν
μετ’ έναν τρανόν χαράν

-Έπες κρασίν βαρελέας
και ρακία πουλουλέας
και ψωμία πέντε τάϊα
κι εκατόν πενήντα τσ̌άϊα

Κι εσύ δί’ς με το καπέκ’;
Τέρεν συ και τον κεπέκ’!
Έβγαλ’ δος με το παλτό σ’
κι εσύ δέβα σο καλό σ’

Έβγαλ’ δος με τα τσαρούχ̌ι͜α σ’
κι αν ’κ’ έν’, θ’ αχπάνω τα νύχ̌ια σ’
Έβγαλ’ δος με την κουκούλα σ’
Κι αν ’κ’ έν’, ’χπάνω εγώ τη γούλα σ’»

Εφέκεν με τσ̌ιρτσ̌ουπλάχ’,
κεπαζέν κι άμον χορτλάχ’
Έναν λάχταν εδέκε με
σο κιφάλ’ απάν’ ερρούξα
Το κιφάλι μ’ εταράεν,
και -ν- εκείνος πα εχπαράεν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αχπάνωξεριζώνω, ξεκολλώ, αποκολλώ βιαίως ἐκσπάω
βαρελέαςμε τα βαρέλια, βαρελιές
γούλαλαιμός gula
δέβα(προστ.) πήγαινε
δί’ςδίνεις
δοςδώσε
δουλείανδουλειά
έβγαλ’(προστ.) βγάλε
εδέκεέδωσε
εκάτσακάθισα
έν’είναι
έπεςήπιες
έπλωσαάπλωσα, έτεινα
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
ερρούξαέπεσα
εσ’κώθασηκώθηκα
εταράενταράχθηκε, ανακατεύτηκε, αναμίχθηκε ταράσσω
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
ευχέθαευχήθηκα
εφέκενάφησε
εχάλασαχάλασα, έχωσα το χέρι
εχπαράεν(αμτβ) τρόμαξε, ξαφνιάστηκε εκσπαράσσω
εχπάστααναχώρησα, κίνησα για
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καπέκ’καπίκι, νόμισμα της εποχής ισοδύναμο με 1/100 του ρουβλίου kapik/копейка
καπεκόπον(υποκορ.) καπίκι, νόμισμα της εποχής ισοδύναμο με 1/100 του ρουβλίου kapik/копейка + -όπον
κεπαζένρεζίλι, περίγελος kepaze/kepāẕe
κεπέκ’σκύλο, μτφ. αχρείο köpek
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλ’κεφάλι
κιφάλικεφάλι
λάχτανκλωτσιά λάκτισμα<λακτίζω
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
παπάλι, επίσης, ακόμα
παιδίαπαιδιά
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
παράνλεφτά, το χρήμα para/pāre
πουλουλέαςπιθάρια
ρακία(πληθ.) αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
τάηθείο! dayı
τέρεν(προστ.) κοίταξε
’τοναυτόν
τσ̌ιρτσ̌ουπλάχ’ολόγυμνο çıplak, çırılçıplak
τσ̌ουλνταρεμένετρελαμένε çıldırmış
χαπίςφυλακή hapis/ḥabs
χαρί͜ειχαρίζει
χορτλάχ’βρικόλακα hortlak
’χπάνω(αχπάνω) ξεριζώνω, ξεκολλώ, αποκολλώ βιαίως
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αχπάνωξεριζώνω, ξεκολλώ, αποκολλώ βιαίως ἐκσπάω
βαρελέαςμε τα βαρέλια, βαρελιές
γούλαλαιμός gula
δέβα(προστ.) πήγαινε
δί’ςδίνεις
δοςδώσε
δουλείανδουλειά
έβγαλ’(προστ.) βγάλε
εδέκεέδωσε
εκάτσακάθισα
έν’είναι
έπεςήπιες
έπλωσαάπλωσα, έτεινα
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
ερρούξαέπεσα
εσ’κώθασηκώθηκα
εταράενταράχθηκε, ανακατεύτηκε, αναμίχθηκε ταράσσω
εύραβρήκα, (ιδιωμ. προστ.) βρες
ευχέθαευχήθηκα
εφέκενάφησε
εχάλασαχάλασα, έχωσα το χέρι
εχπαράεν(αμτβ) τρόμαξε, ξαφνιάστηκε εκσπαράσσω
εχπάστααναχώρησα, κίνησα για
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καπέκ’καπίκι, νόμισμα της εποχής ισοδύναμο με 1/100 του ρουβλίου kapik/копейка
καπεκόπον(υποκορ.) καπίκι, νόμισμα της εποχής ισοδύναμο με 1/100 του ρουβλίου kapik/копейка + -όπον
κεπαζένρεζίλι, περίγελος kepaze/kepāẕe
κεπέκ’σκύλο, μτφ. αχρείο köpek
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλ’κεφάλι
κιφάλικεφάλι
λάχτανκλωτσιά λάκτισμα<λακτίζω
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
παπάλι, επίσης, ακόμα
παιδίαπαιδιά
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
παράνλεφτά, το χρήμα para/pāre
πουλουλέαςπιθάρια
ρακία(πληθ.) αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
τάηθείο! dayı
τέρεν(προστ.) κοίταξε
’τοναυτόν
τσ̌ιρτσ̌ουπλάχ’ολόγυμνο çıplak, çırılçıplak
τσ̌ουλνταρεμένετρελαμένε çıldırmış
χαπίςφυλακή hapis/ḥabs
χαρί͜ειχαρίζει
χορτλάχ’βρικόλακα hortlak
’χπάνω(αχπάνω) ξεριζώνω, ξεκολλώ, αποκολλώ βιαίως
Σαντάς χορός

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost