.
.
Πανόραμα ποντιακού τραγουδιού

Εγώ τηνάν εγάπανα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Εγώ τηνάν εγάπανα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Εγώ τηνάν εγάπανα
ατώρα έντον νύφε
Τ’ εξώπορτον εσπόγγιζεν
είδε με και -ν- εκρύφτεν

Είπ’ ατενα μη κρύφκεσαι
απ’ ατώρα εδέβεν
Τον άντραν τηνάν επήρες
εκείνον καλοτέρεν

Τον άντραν τηνάν επήρες
εκείνον καλοτέρεν
Κι άφ’ς τ’ άψιμον ας καίεται
σο καρδόπο μ’ ντ’ εσέβεν

Εγώ εσέν εγάπανα,
εγώ εσέν θ’ επαίρ’να
Ο νους ι-μ’ έτονε σ’ εσέν
κι ολόερα ’κ’ ετέρ’να

Εβάρκιξα, εκούιξα
«γουρτάρεψον με, πάσ̌α!»
Ετσ̌άιξα, εκούιξα
«γουρτάρεψον με, πάσ̌α!»
Ούσνα επρόφτασεν ατός
εμαύρυναν τη ράχ̌ι͜α μ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ατενααυτήν
ατόςαυτός
ατώρατώρα
άφ’ς(προστ.) άφησε
άψιμονφωτιά
γουρτάρεψον(προστ.) γλύτωσε κτ/κπ από, σώσε, διάσωσε kurtarmak
εβάρκιξακραύγασα, θρήνησα γοερά
εγάπανααγαπούσα
εδέβενπήγε, διάβηκε, διέσχισε, ξεπέρασε διαβαίνω
εκούιξαφώναξα, λάλησα, κάλεσα κπ ονομαστικά
εκρύφτενκρύφτηκε
εμαύρυνανμαύρισαν
έντονέγινε
εξώπορτονεξώπορτα
επαίρ’ναέπαιρνα
επρόφτασενπρόφτασε
εσέβενμπήκε
εσπόγγιζενσκούπιζε
ετέρ’νακοιτούσα
έτονεήταν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καίεταικαίγεται
καλοτέρεν(προστ.) καλοκοίταξε, φρόντισε
καρδόποκαρδούλα
κρύφκεσαικρύβεσαι
νύφενύφη
ολόεραολόγυρα
ούσναμέχρι που, έως ότου
πάσ̌απασά (βαθμός ή τίτλος τιμητικός ανώτατου πολιτικού ή στρατιωτικού επί Οθωμ. Αυτοκρατορίας), (καθομ.) άρχοντα, τιμητική προσφώνηση μεγαλύτερου αδελφού paşa
ράχ̌ι͜αράχη, πλάτη
τηνάναυτόν/ην που
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ατενααυτήν
ατόςαυτός
ατώρατώρα
άφ’ς(προστ.) άφησε
άψιμονφωτιά
γουρτάρεψον(προστ.) γλύτωσε κτ/κπ από, σώσε, διάσωσε kurtarmak
εβάρκιξακραύγασα, θρήνησα γοερά
εγάπανααγαπούσα
εδέβενπήγε, διάβηκε, διέσχισε, ξεπέρασε διαβαίνω
εκούιξαφώναξα, λάλησα, κάλεσα κπ ονομαστικά
εκρύφτενκρύφτηκε
εμαύρυνανμαύρισαν
έντονέγινε
εξώπορτονεξώπορτα
επαίρ’ναέπαιρνα
επρόφτασενπρόφτασε
εσέβενμπήκε
εσπόγγιζενσκούπιζε
ετέρ’νακοιτούσα
έτονεήταν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καίεταικαίγεται
καλοτέρεν(προστ.) καλοκοίταξε, φρόντισε
καρδόποκαρδούλα
κρύφκεσαικρύβεσαι
νύφενύφη
ολόεραολόγυρα
ούσναμέχρι που, έως ότου
πάσ̌απασά (βαθμός ή τίτλος τιμητικός ανώτατου πολιτικού ή στρατιωτικού επί Οθωμ. Αυτοκρατορίας), (καθομ.) άρχοντα, τιμητική προσφώνηση μεγαλύτερου αδελφού paşa
ράχ̌ι͜αράχη, πλάτη
τηνάναυτόν/ην που
Εγώ τηνάν εγάπανα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost