.
.
Ταξίδι στη μνήμη

Έναν άστρεν εξέβεν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Έναν άστρεν εξέβεν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Έναν άστρεν εξέβεν
σην ανατολήν
αρ’ έναν κι άλλο εξήβεν
ση Τουρνάκελην
αρ’ έναν κι άλλο εξήβεν
σο Τεβέποϊν
Αρ’ έναν κι άλλο εξέβεν
σο βαθύν τ’ ορμίν
αρ’ έναν κι άλλο εξέβεν
σ’ Αρμαλού το Xὰν’ [γιαρ]

Σοφίτσα μ’, έξ’ μ’ εβγαίνεις
και μη φαίνεσαι
Ελέπ’νε σε και τ’ άστρα
και μαραίνεσαι
Ελέπ’ σε και ο φέγγον
και δειλαίνεσαι
Ελέπ’ σε και ο ήλι͜ον
και ηλαίνεσαι [γιαρ]
Τα παλληκάρι͜α κλαίγ’νε
κι αραεύ’νε σε [νέι]

Θειίτσα μ’, το κορτσόπο σου
[ωχ! ν’ αηλί εμέν]
ατέ την Μυροφόρα
[ποδεδίζ’ ατεν/να λελεύ’ ατεν]
σο πανηγ̆ύρ’ μη στείλτς ατεν
[ωχ! ν’ αηλί εμέν]
ζελεύ’ν ατεν η χώρα
[ποδεδίζ’ ατεν/να λελεύ’ ατεν]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αραεύ’νεψάχνουν, αναζητούν, γυρεύουν aramak
άστρενάστρο
ατέαυτή
ατεναυτήν
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
δειλαίνεσαιδειλιάζεις
ελέπ’βλέπει/βλέπω
ελέπ’νεβλέπουνε
έναν κι άλλοάλλο ένα, ένα ακόμη
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
εξέβενβγήκε, ανέβηκε
εξήβενβγήκε
ηλαίνεσαιπαθαίνεις ηλίαση
κλαίγ’νεκλαίνε
κορτσόποκοριτσάκι
λελεύ’χαίρομαι/εται
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ορμίνρυάκι, ρεματιά
ποδεδίζ’(ενεργ. και μέση) χαίρομαι/εσαι, απολαμβάνω/ει, προσκυνώ/άει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
στείλτςστέλνεις
Τεβέποϊν(ή Τεβέ-Μποΐ) ύψωμα στην περιοχή της Κρώμνης deve boyun (κυριολ. λαιμός της καμήλας, μτφ. κάτι που έχει καμπυλωτό σχήμα))
ΤουρνάκεληνΤουρνάκελη, μεγάλο παρχάρι στις πλαγιές του όρους Καράκαπαν
φέγγονφεγγάρι
χώραοι ξένοι γενικά, οι μη οικείοι, η ξενιτειά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αραεύ’νεψάχνουν, αναζητούν, γυρεύουν aramak
άστρενάστρο
ατέαυτή
ατεναυτήν
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
δειλαίνεσαιδειλιάζεις
ελέπ’βλέπει/βλέπω
ελέπ’νεβλέπουνε
έναν κι άλλοάλλο ένα, ένα ακόμη
έξ’έξω ή ο αριθμός έξι
εξέβενβγήκε, ανέβηκε
εξήβενβγήκε
ηλαίνεσαιπαθαίνεις ηλίαση
κλαίγ’νεκλαίνε
κορτσόποκοριτσάκι
λελεύ’χαίρομαι/εται
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ορμίνρυάκι, ρεματιά
ποδεδίζ’(ενεργ. και μέση) χαίρομαι/εσαι, απολαμβάνω/ει, προσκυνώ/άει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
στείλτςστέλνεις
Τεβέποϊν(ή Τεβέ-Μποΐ) ύψωμα στην περιοχή της Κρώμνης deve boyun (κυριολ. λαιμός της καμήλας, μτφ. κάτι που έχει καμπυλωτό σχήμα))
ΤουρνάκεληνΤουρνάκελη, μεγάλο παρχάρι στις πλαγιές του όρους Καράκαπαν
φέγγονφεγγάρι
χώραοι ξένοι γενικά, οι μη οικείοι, η ξενιτειά
Έναν άστρεν εξέβεν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost