.
.
Ταξίδι στη μνήμη

Πουλί μ’, απέσ’ σην αύλι͜α σου

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Πουλί μ’, απέσ’ σην αύλι͜α σου
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Πουλί μ’, απέσ’ σην αύλι͜α σου
κείντανε ξερά ξύλα
Κι αρ’ ας σην εμορφάδα σου
ανθούν και φέρ’νε φύλλα

Σα στράτας όθεν πορπατείς
τ’ ολόερα φωτάζ’νε
Τ’ έμπρου τα στράτας χ̌αίρουνταν,
τ’ οπίσ’ αναστενάζ’νε

Σα στράτας, σα στρατόχ̌ειλα
νασάν που θ’ απαντά σε
Κι ατού απέσ’ σα στομόχ̌ειλα σ’
φιλεί, φιλεί, χορτά͜ει σε

Όντες έρχ̌εσαι και δι͜αβαίντς
και πας ση γειτονίαν
Άμον τα ξύλα σο χωνόν
καίεται η καρδία μ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναστενάζ’νεαναστενάζουν
απαντάαπαντάει, συναντάει
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
αύλι͜ααυλή
δι͜αβαίντς(για τόπο) περνάς, διασχίζεις, (για χρόνο) περνάς διαβαίνω
εμορφάδαομορφιά
έμπρουεμπρός, μπροστά
καίεταικαίγεται
κείντανεκείτονται, ξαπλώνουν
νασάνχαρά σε
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
ολόεραολόγυρα
όντεςόταν
οπίσ’πίσω
πορπατείςπερπατάς
στομόχ̌ειλατα χείλια του στόματος
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
στρατόχ̌ειλαοι άκρες των δρόμων
φέρ’νεφέρνουν
φωτάζ’νεφωτίζουν, λάμπουν
χ̌αίρουντανχαίρονται
χορτά͜ειχορτάζει
χωνόνεστία, χωνευτήρι χῶνος < χόανος
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αναστενάζ’νεαναστενάζουν
απαντάαπαντάει, συναντάει
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
αύλι͜ααυλή
δι͜αβαίντς(για τόπο) περνάς, διασχίζεις, (για χρόνο) περνάς διαβαίνω
εμορφάδαομορφιά
έμπρουεμπρός, μπροστά
καίεταικαίγεται
κείντανεκείτονται, ξαπλώνουν
νασάνχαρά σε
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
ολόεραολόγυρα
όντεςόταν
οπίσ’πίσω
πορπατείςπερπατάς
στομόχ̌ειλατα χείλια του στόματος
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
στρατόχ̌ειλαοι άκρες των δρόμων
φέρ’νεφέρνουν
φωτάζ’νεφωτίζουν, λάμπουν
χ̌αίρουντανχαίρονται
χορτά͜ειχορτάζει
χωνόνεστία, χωνευτήρι χῶνος < χόανος
Πουλί μ’, απέσ’ σην αύλι͜α σου

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost