.
.
Ταξίδι στη μνήμη

Αμάν, αμάν, κόρ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Αμάν, αμάν, κόρ’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Κάτ’ θα λέγω σε, τρυγόνα μ’, [γιαρ, γιαρ...]
και σ’ ωτί σ’ καικά
Τη μάνα σ’ τιδέν μη λες,
για τα μυστικά

Αμάν, αμάν, κόρ’
τα παπούτσ̌ι͜α σ’ φόρ’
Σ’ οσπιτόπο σ’ άμε κι έλα,
με το πανωφόρ’

Θεία μ’, η κουτσ̌ή σ’ [γιαβρόπο μ’, γιαρ, γιαρ...]
κι εγώ χουζμετσ̌ής
μόνασον με έναν βράδον,
ας έν’ για την ψ̌η σ’

Aman ibrişim
Sırma gümüşüm¹
Δεκαέξ’ χρονών κορτσόπον
εξέγκεν την ψ̌η μ’

Ποδεδίζω σε, κορτσόπον, [γιαρ, γιαρ...]
άλλαξον νιέτ’
Σο σόι εμουν ’κ’ ιεύ’, ξαν
τ’ εσόν το μιλέτ’

Αμάν, αμάν, κόρ’
τα παπούτσ̌ι͜α σ’ φόρ’
Σ’ οσπιτόπο σ’ άμε κι έλα,
με το πανωφόρ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άλλαξον(προστ.) άλλαξε
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
βράδονβράδυ
γιαβρόπομωράκι, μικρούλι, παιδάκι yavru + -όπον
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
δεκαέξ’δεκαέξι
εμουνμας
έν’είναι
εξέγκενέβγαλε
εσόνδικός/ή/ό σου
ιεύ’ταιριάζει uymak
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
κορτσόπονκοριτσάκι
κουτσ̌ήκόρη
μιλέτ’φυλή, έθνος millet
μόνασον(προστ.) φιλοξένησε για διανυκτέρευση
νιέτ’σκοπός, πρόθεση niyet/niyyet
ξανπάλι, ξανά
οσπιτόποσπιτάκι hospitium<hospes + -όπον
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
τιδέντίποτα
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
φόρ’(προστ.) φόρεσε
χουζμετσ̌ήςυπηρέτης hizmetçi
ψ̌ηψυχή
ωτίαυτί
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άλλαξον(προστ.) άλλαξε
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
βράδονβράδυ
γιαβρόπομωράκι, μικρούλι, παιδάκι yavru + -όπον
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
δεκαέξ’δεκαέξι
εμουνμας
έν’είναι
εξέγκενέβγαλε
εσόνδικός/ή/ό σου
ιεύ’ταιριάζει uymak
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
κορτσόπονκοριτσάκι
κουτσ̌ήκόρη
μιλέτ’φυλή, έθνος millet
μόνασον(προστ.) φιλοξένησε για διανυκτέρευση
νιέτ’σκοπός, πρόθεση niyet/niyyet
ξανπάλι, ξανά
οσπιτόποσπιτάκι hospitium<hospes + -όπον
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
τιδέντίποτα
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
φόρ’(προστ.) φόρεσε
χουζμετσ̌ήςυπηρέτης hizmetçi
ψ̌ηψυχή
ωτίαυτί
Αμάν, αμάν, κόρ’
Σημειώσεις
¹ Αμάν, μεταξόνημά μου,
Λαμπερό, λεπτόκορμό μου ασήμι

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost