.
.
Εβρούλτσανε τα μέρι͜α μουν

Ευκλείδης

Ευκλείδης
fullscreen
Έικιτι χρόνι͜α και καιροί!
Η Σάντα η Εφτάκωμος,
του Πόντου θυγατέρα
Θεοφίλητος η Σάντα,
χρυσοπράσινο φύλλο
στου Πόντου τα γιαλάκια
Σάντα, η πρώτεσσα χαρά μ’,
το υστερνό μ’ ο πόνος
Αροθυμώ και τραγωδώ,
αροθυμώ και κλαίω

♫

Τη Σάντα ξάι μη κλαίτε͜ ατεν,
σα ψ̌ήα των γιοσμάδων
ετράνυνεν το άψιμον,
θα παίρ’ν’ ατ’ έναν βράδον
Ε! Μαύρε καπετάνε!

♫

Κι έρθανε χρόνα̤ δίσεκτα,
καταραμένα χρόνα̤
Ο ουρανόν ελίβωσεν,
ση γην ποτάμ’ το γαίμαν

♫

Ο ουρανόν βρουλίεται,
εσ’κώθεν ας σον τάφον
Εζώστε Ευκλείδης τ’ άρματα
ση παραδείσ’ το άκρον
Ε! Μαύρε καπετάνε!

♫

Και έρθεν θρήνος, θάνατος
πέραν περού σον Πόντον
Και αξάν κρούγ’νε οι Αγαρηνοί,
καίγ’νε και ρημάζ’νε,
Τον βίον γενεών,¹
ο κόσμον ξεριζούται

♫

Ευκλείδης θέλ’ να παίρ’ οπίσ’
τη πατρίδας χωρία
και ’ς σου Κεμάλ την γενεάν
να τυραννίζ’ τα ψ̌ήα
Ε! Μαύρε καπετάνε!

♫

Κι ένας λαός πορεύκεται 
σ’ Αδάμ την εξορίαν
Και σην Ελλάδαν έρθαμε,
ρίζα μουν προαιώνιον
Πατρίδα τη πατρίδας
Και ξαν, πουλί μ’, ας σην αρχήν
χτίζομεν το γιοφύριν
Την γην κατατρυπαίνομεν 
με αλέτριν και χορόν

♫

Τη Σάντας έν’ το παλληκάρ’,
σ’ αντάρτικον καρδίαν
Ευκλείδης ξαν θα γουρταρεύ’
του Πόντου τα γιαζία
Ε! Μαύρε καπετάνε!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αξάνξανά, πάλι
άρματαόπλα armum
αροθυμώνοσταλγώ
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ατεναυτήν
άψιμονφωτιά
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
βράδονβράδυ
βρουλίεταιφλέγεται, καίγεται brûler
γαίμαναίμα
γενεάνγενιά
γιαζίαπεδιάδες, εξοχή, ύπαιθρος yazı
γουρταρεύ’γλυτώνω/ει κτ/κπ από, διασώζω/ει kurtarmak
έικιτιέκφραση αναπόλησης που υποδηλώνει νοσταλγία για κάτι παρελθοντικό ή εκδήλωση συμπόνοιας για κάποιον hey gidi
ελίβωσενσυννέφιασε
έν’είναι
έρθαμεήρθαμε
έρθανεήρθαν
έρθενήρθε
εσ’κώθενσηκώθηκε
ετράνυνενμεγάλωσε, ανατράφηκε τρανόω-ῶ
καίγ’νεκαίνε
κατατρυπαίνομενκατατρυπάμε
κρούγ’νεχτυπούνε κρούω
μουνμας
ξάικαθόλου
ξανπάλι, ξανά
ξεριζούταιξεριζώνεται
οπίσ’πίσω
παίρ’παίρνω/ει
παίρ’ν’παίρνουν
παραδείσ’παραδείσου
ποτάμ’ποτάμι
πρώτεσσαπρώτη
ρημάζ’νερημάζουν
’ς(ας) από
τραγωδώτραγουδάω
τυραννίζ’τυραννάει, ταλαιπωρεί
χρόνα̤χρόνια
χωρίαχωριά
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αξάνξανά, πάλι
άρματαόπλα armum
αροθυμώνοσταλγώ
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ατεναυτήν
άψιμονφωτιά
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
βράδονβράδυ
βρουλίεταιφλέγεται, καίγεται brûler
γαίμαναίμα
γενεάνγενιά
γιαζίαπεδιάδες, εξοχή, ύπαιθρος yazı
γουρταρεύ’γλυτώνω/ει κτ/κπ από, διασώζω/ει kurtarmak
έικιτιέκφραση αναπόλησης που υποδηλώνει νοσταλγία για κάτι παρελθοντικό ή εκδήλωση συμπόνοιας για κάποιον hey gidi
ελίβωσενσυννέφιασε
έν’είναι
έρθαμεήρθαμε
έρθανεήρθαν
έρθενήρθε
εσ’κώθενσηκώθηκε
ετράνυνενμεγάλωσε, ανατράφηκε τρανόω-ῶ
καίγ’νεκαίνε
κατατρυπαίνομενκατατρυπάμε
κρούγ’νεχτυπούνε κρούω
μουνμας
ξάικαθόλου
ξανπάλι, ξανά
ξεριζούταιξεριζώνεται
οπίσ’πίσω
παίρ’παίρνω/ει
παίρ’ν’παίρνουν
παραδείσ’παραδείσου
ποτάμ’ποτάμι
πρώτεσσαπρώτη
ρημάζ’νερημάζουν
’ς(ας) από
τραγωδώτραγουδάω
τυραννίζ’τυραννάει, ταλαιπωρεί
χρόνα̤χρόνια
χωρίαχωριά
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
Ευκλείδης
Σημειώσεις
¹ Η ορθή νοηματικά εκδοχή είναι «ο βίον χάται γενεών»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost