.
.
Εβρούλτσανε τα μέρι͜α μουν

Το πόι μ’ έναν είκοσ’

Το πόι μ’ έναν είκοσ’
fullscreen
Μάνα, εποίκες με κοντόν
το πόι μ’ έναν είκοσ’
Φαβατοζώμ’ επότ’σες με -ν-
εξέβα αέτσ’ μικρίκος

Κανείται, ψ̌η μ’, κανείται, ψ̌η μ’,
σα πόια σ’ γουρπανεύω
Πουλίκα μ’/Γιαβρίκα μ’, για το φίλεμα σ’
απάν’ ι-σ’ τσαντζαρεύω

Ανάθεμα τη γενεά μ’,
ν’ αηλί τ’ εμόν το σόι
Σην αϊνά μ’ αρέσκουμαι
όντες τερώ το πόι μ’

Κανείται, ψ̌η μ’, κανείται, ψ̌η μ’,
σα πόια σ’ γουρπανεύω
Ανάθεμα την αϊνά,
πως καλατσ̌εύ’ και κλαίγω!

Άμον γουλάρτς πως λάσκουμαι
τα κορτσόπα ταλεύω
Σκάλα βάλλω, ψ̌η μ’, ας σο ζόρ’,
σα ήμαρτα μ’ πατεύω

Κανείται, ψ̌η μ’, κανείται, ψ̌η μ’,
σα πόια σ’ γουρπανεύω
Το πόι μ’ έν’ άμον καφούλ’
κι οπίσ’ ι-σ’ ταλασ̌εύω

Τεάμ’ τερείς με από ψηλά
χολιάσκουμαι, λαγγεύω
Γλοιάζω, τσ̌ικάρι μ’, απάν’ κέσ’
ρούζω και μασχαρεύω

Κανείται, ψ̌η μ’, κανείται, ψ̌η μ’,
σα πόια σ’ γουρπανεύω
Τρυγόνι μ’, μη τερείς αφκά,
άμον λύκος ταλεύω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αέτσ’έτσι
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αϊνάκαθρέπτης ayna/āyīne
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αρέσκουμαιαρέζομαι
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
αφκάκάτω
βάλλωβάζω
γενεάγενιά
γιαβρίκα(υποκορ.) μωρό, μικρό, παιδί yavru
γλοιάζωγλιστράω, ολισθαίνω γλοιός
γουρπανεύωθυσιάζω kurban etmek
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
εξέβαβγήκα, ανέβηκα, μτφ. προέκυψα
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
επότ’σεςπότισες
ζόρ’ζόρι zor/zūr
ήμαρταήμαρτον, δηλωτικό μετάνοιας, από τον αόριστο β΄ του αρχαίου ρήματος ἁμαρτάνω (αμάρτησα), έκφ. έλα σα ήμαρτα=μετανόησε
καλατσ̌εύ’μιλάω/ει, συνομιλώ/ει, συζητώ/άει keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
καφούλ’θάμνος κατάφυλλον<καταφύλλιον<κατ’φούλλιν
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
κορτσόπακοριτσάκια
λαγγεύωπηδάω लङ्घ (laṅgh)
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μασχαρεύωαστειεύομαι, διακωμωδώ maskara/masḫara
μικρίκοςμικρούλης, νεαρός, μικρόσωμος
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όντεςόταν
οπίσ’πίσω
πατεύωβυθίζομαι, βουλιάζω, μτφ. δύω, μτφ. καταρρέω, μτφ. χρεωκοπώ batmak
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
πόιαύψη, μπόγια (ανάστημα εν γένει) boy
πουλίκαπουλάκι
ρούζωπέφτω, ρίπτω
σκάλακλίμακα, σκάλα, αποβάθρα λιμανιού, το μέρος μεταξύ των ποδιών της περισκελίδας προς την βουβωνική περιοχή (προσομοιάζει την κορυφή σκάλας προς το κεφαλόσκαλο), ειδικό εξάρτημα της παγίδας πουλιών scala<scando
ταλασ̌εύω(επί ζώων) τσακώνομαι, συμπλέκομαι, αλληλοδαγκώνω, χιμάω dalaşmak
ταλεύωορμώ, χιμώ, βυθίζομαι dalmak
τεάμ’δήθεν, τάχα μη deyü (οθωμ. περιόδου)
τερείςκοιτάς
τερώκοιτώ
τρυγόνιτο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσαντζαρεύωαναρριχώμαι, σκαρφαλώνω
τσ̌ικάρισπλάχνο ciğer/ciger
φαβατοζώμ’ζωμός κουκιών
φίλεμαφιλί
χολιάσκουμαιθυμώνω, αγανακτώ
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αέτσ’έτσι
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αϊνάκαθρέπτης ayna/āyīne
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αρέσκουμαιαρέζομαι
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
αφκάκάτω
βάλλωβάζω
γενεάγενιά
γιαβρίκα(υποκορ.) μωρό, μικρό, παιδί yavru
γλοιάζωγλιστράω, ολισθαίνω γλοιός
γουρπανεύωθυσιάζω kurban etmek
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
εξέβαβγήκα, ανέβηκα, μτφ. προέκυψα
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
επότ’σεςπότισες
ζόρ’ζόρι zor/zūr
ήμαρταήμαρτον, δηλωτικό μετάνοιας, από τον αόριστο β΄ του αρχαίου ρήματος ἁμαρτάνω (αμάρτησα), έκφ. έλα σα ήμαρτα=μετανόησε
καλατσ̌εύ’μιλάω/ει, συνομιλώ/ει, συζητώ/άει keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
καφούλ’θάμνος κατάφυλλον<καταφύλλιον<κατ’φούλλιν
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
κορτσόπακοριτσάκια
λαγγεύωπηδάω लङ्घ (laṅgh)
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μασχαρεύωαστειεύομαι, διακωμωδώ maskara/masḫara
μικρίκοςμικρούλης, νεαρός, μικρόσωμος
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όντεςόταν
οπίσ’πίσω
πατεύωβυθίζομαι, βουλιάζω, μτφ. δύω, μτφ. καταρρέω, μτφ. χρεωκοπώ batmak
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
πόιαύψη, μπόγια (ανάστημα εν γένει) boy
πουλίκαπουλάκι
ρούζωπέφτω, ρίπτω
σκάλακλίμακα, σκάλα, αποβάθρα λιμανιού, το μέρος μεταξύ των ποδιών της περισκελίδας προς την βουβωνική περιοχή (προσομοιάζει την κορυφή σκάλας προς το κεφαλόσκαλο), ειδικό εξάρτημα της παγίδας πουλιών scala<scando
ταλασ̌εύω(επί ζώων) τσακώνομαι, συμπλέκομαι, αλληλοδαγκώνω, χιμάω dalaşmak
ταλεύωορμώ, χιμώ, βυθίζομαι dalmak
τεάμ’δήθεν, τάχα μη deyü (οθωμ. περιόδου)
τερείςκοιτάς
τερώκοιτώ
τρυγόνιτο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσαντζαρεύωαναρριχώμαι, σκαρφαλώνω
τσ̌ικάρισπλάχνο ciğer/ciger
φαβατοζώμ’ζωμός κουκιών
φίλεμαφιλί
χολιάσκουμαιθυμώνω, αγανακτώ
ψ̌ηψυχή
Το πόι μ’ έναν είκοσ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost