.
.
Εβρούλτσανε τα μέρι͜α μουν

Πόντιοι σ̌κυροί

Πόντιοι σ̌κυροί
fullscreen
Άμον άστρον λαμπερόν
έν’ ο Πόντος σο κόσμον
Τη Θεού το χαρισμάτ’,
Πόντιος κι έναν ομμάτ’
’Κι ’πουσ̌μάνεψα, παιδία,
άγουρος είμαι σα ψ̌ήα
Εγεννέθα Πόντιος,
ζιπκαλής και παλαλός

Πρόσφυγας ας σο κουνίν,
ωχ! ν’ αηλί εμέν, ν’ αηλί!
Χρόνια ας σο ξεριζωμόν
’κι ανασπάλλω, αροθυμώ
Τα χωρία μ’ κι αν εχάθαν
κι αν τα μέρι͜α μουν εκάγαν
Η καρδία μ’ ταγιανεύ’
και ο Πόντος βασιλεύ’

Του Ευκλείδη τη λαλία,
Μιθριδάτ’ τη βασιλεία
Να θυμούστουνε παιδία,
Πόντος αυτοκρατορία
Τρανόν θάμαν τη Θεού
κεμεντζ̌έν -ι και ταούλ’
Ρωμανία ξαν ανθεί,
είμες Πόντιοι σ̌κιρροί
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άγουροςνέος άνδρας
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανασπάλλωξεχνώ
αροθυμώνοσταλγώ
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
εγεννέθαγεννήθηκα
είμεςείμαστε
εκάγανκάηκαν
έν’είναι
εχάθανχάθηκαν
ζιπκαλήςαυτός που φοράει ζίπκα, ανδρική ενδυμασία της εποχής zıpka<(αμπχαζικά) adziykva (=στενό παντελόνι)
θάμανθαύμα
κεμεντζ̌ένλύρα kemençe/kemānçe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κουνίνκούνια
λαλίαλαλιά, φωνή
μέρι͜αμέρη
μουνμας
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ξανπάλι, ξανά
ομμάτ’μάτι
παιδίαπαιδιά
παλαλόςτρελός, ανόητος
’πουσ̌μάνεψα(επουσ̌μάνεψα) μετάνιωσα pişman olmak<paşmān
σ̌κιρροίσκληροί, σκληρυσμένοι, στερεός, πηκτοί σκιρρός/σκῖρος
ταγιανεύ’αντέχει, βαστάει, υπομένει dayanmak
ταούλ’νταούλι davul/ṭabl
χαρισμάτ’κάτι που χαρίζεται, δώρο
χωρίαχωριά
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άγουροςνέος άνδρας
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανασπάλλωξεχνώ
αροθυμώνοσταλγώ
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
εγεννέθαγεννήθηκα
είμεςείμαστε
εκάγανκάηκαν
έν’είναι
εχάθανχάθηκαν
ζιπκαλήςαυτός που φοράει ζίπκα, ανδρική ενδυμασία της εποχής zıpka<(αμπχαζικά) adziykva (=στενό παντελόνι)
θάμανθαύμα
κεμεντζ̌ένλύρα kemençe/kemānçe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κουνίνκούνια
λαλίαλαλιά, φωνή
μέρι͜αμέρη
μουνμας
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ξανπάλι, ξανά
ομμάτ’μάτι
παιδίαπαιδιά
παλαλόςτρελός, ανόητος
’πουσ̌μάνεψα(επουσ̌μάνεψα) μετάνιωσα pişman olmak<paşmān
σ̌κιρροίσκληροί, σκληρυσμένοι, στερεός, πηκτοί σκιρρός/σκῖρος
ταγιανεύ’αντέχει, βαστάει, υπομένει dayanmak
ταούλ’νταούλι davul/ṭabl
χαρισμάτ’κάτι που χαρίζεται, δώρο
χωρίαχωριά
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
Πόντιοι σ̌κυροί

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost